Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Είχα την τύχη, κάποτε, να τον ξέρω, να τον γνωρίζω, να μου λέει ιστορίες και να μου χαρίζει ταπεινές γαρδένιες, όταν ήμουν πολύ πολύ νέα για να καταλαβαίνω τη τύχη μου. Λέξεις πολλές, αναλύσεις, μνήμες για εκείνον που ήταν πάντα γίγαντας και ας έμοιαζε μικρόσωμος άνθρωπος. Και μίλαγε και εκείνος, με σοφία, μεταμελημένη, από την Τέχνη! Να δυο αγαπημένα κείμενα του:

Απ την Μελβούρνη του 80 στέλνει «εις τον διάβολον, κάθε άνθρωπο που δεν τον σέβεται»

Το χει γράψει ο Μανός Χατζιδάκις αυτό το κείμενο, όταν βρισκόταν στη Μελβούρνη και η εφημερίδα της ομογένειας εκεί, στην τόσο μακρινή, τόσο εξωπραγματικά διαφορετική Αυστραλία, ο «Νέος Κόσμος», το δημοσίευσε εις μνήμην, πριν κάποια χρόνια. Σαν ανάσα, σαν παρηγοριά, σαν πολεμική άνευ τύψεων και μη αποδεκτών όρων, οι λέξεις του. Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για προβλήματα με την εφορία, για αυτοεξορίες και μεταναστευτικές περιπλανήσεις, για επιδημία ευτέλειας και αυτοεξεφτελισμών, για σκοτεινή δημοσιογραφία και χυδαιότητα, για νεότητα του νου, για επιφανείς πολιτικούς του κώλου και καλλιτέχνες ισάξιους τους, για τη δύναμη, τη παλικαριά, τις αρνήσεις και τα αμετακίνητα «πιστεύω» . Είναι εδώ! Μας παρακολουθεί, σας λέω! Η τέχνη για αυτόν ήταν το «… να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ…»… μεγαλύτερη φράση απ την ζωή αλλά ισάξια με κάθε αλήθεια! Την ίδια χρονιά, το 1980 γραφεί στίχους και μουσική και η Φαραντούρη τραγουδά με εκείνη την ζωική παντοδύναμη φωνή της, τον «Τελικό συμβιβασμό», στον όποιο ο ίδιος δεν ενέδωσε ποτέ: «Τα πρώτα νέα κυκλοφορούν στις έκτακτες εκδόσεις. Ο κυβερνήτης κυβερνά τους αστυνόμους. Η αναρχία κυβερνά τον κυβερνήτη. Ζήτω το έθνος, η πατρίδα και το σπίτι. Αλαλαγμός. Ο πληθυσμός είναι νεκρός. Έγινεεεεεεεεε… ο τελικός συμβιβασμός»… Την ιδία στιγμή, στο πιο μακρινό σημείο απ την Ελλάδα, συντάσσει αυτό το βιογραφικό σαν Καζαντζάκεια Ασκητική, το τόσο αναπάντεχο, ξαφνικής χαράς σαν surprise party κείμενο – δώρο: 

 «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό» και «έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι»

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ’25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ’31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία. Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι. Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς. Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια – δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, – μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία. To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω. Εξόφλησα τα χρέη μου το ’72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός…

Κι’ έτσι απ’ το ’75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο. Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

 Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» – πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου. Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».

Μετά το Τρίτο Πρόγραμμα και «αλήθεια, ποτέ και τίποτα, δεν αλλάζει, μόνο τα πρόσωπα και οι γραβάτες που φορούνε…»

Όταν το 1975 και μέχρι το 1982, ο Μάνος Χατζιδάκις, αναλάμβανε καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα, βυθίζονταν στην κοιλία του κήτους του Κράτους και της Βίας, των μόνιμων δορυφόρων του Δία ως κάθε εξουσία. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί, σε γενική ομολογία, σημείο αναφοράς και ίσως την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού. Φυσικά έφυγε μόνος του, μπαιλιντισμένος, βαριεστημένος, με ένα εσωτερικό «σιχτιρ» στις εξουσίες τους. Στον πρόλογο της έκδοσης απ τον «Εξάντα» των σχολίων στο Τρίτο Πρόγραμμα, ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει για εμπειρία με όσους «σώζουν» κάθε φορά την δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, αλλά και τους «δημοσιογράφους» που στρώνουν το όποιο παιχνίδι εντυπώσεων. Και αλήθεια, ποτέ και τίποτα, δεν αλλάζει, μόνο τα πρόσωπα και οι γραβάτες που φορούνε…

«… Σαν άρχισα τα “Σχόλια” στο Τρίτο το ’78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα πρεπε να ξεκινήσω απ’ την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της”βραδυνής” και “μεσημβρινής” παραδημοσιογραφίας -τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ’ το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ είναι αλήθεια δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό -ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση -ενορχηστρωμένη λασπολογία, “αγανακτισμένοι ακροατές”, μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα “Σχόλια”. Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των “Σχολίων” ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας…»…

Ο Μάνος Χατζιδάκις, ως υπόθεση προσωπική όλων

Θυμόμαστε πάντα πόσο μας λείπει, από εκείνη την μέρα του Ιουνίου που έφυγε αφήνοντας τους δικούς του όρους στο πως θα είναι η απουσία του. Τα τραγούδια του, τώρα, βάλσαμο σε πληγές και μικρές φυγές και χαμόγελα με στεναγμό βαθύ στην άκρη τους. Πόσα αλλά να ειπωθούν και χρειάζεται; Έχει ο ίδιος δώσει το πλαίσιο και ας βάλουμε κάδρο προσωπικό ο καθένας μας στο δικό του φόντο …

Το μεθυσμένο κορίτσι (και οι στίχοι, οι λέξεις του Μάνου Χατζιδάκι)

«… Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι το κορίτσι μου βουλιάζει, το σκεπάζει τ’ αναφιλητό.

Χύθηκαν τα ξεροβόρια, σπάν’ τα ζάρια τρία αγόρια, το κορίτσι κλαίει σαν το Χριστό.

Μεθάει κι ανοίγει μια τρελή πηγή το στόμα γίνεται πληγή,

έχει το μίσος φτιάξει φυλαχτό, παίζει στο θάνατο κρυφτό.

Έχει στα μαλλιά κορδέλες στο κορμί της χίλιες βδέλλες και στο πλάι το Χάροντα σκυφτό.

Απ’ τα μάτια της δυο στάλες κι απ’ τα χέρια πέφτουν κι άλλες ο καημός χτυπάει σαν κεραυνός.

Ποιος της έδωσε μαχαίρι, ποιος αγέρας θα τη φέρει για ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός;

Με το μαχαίρι κόβει τη σιωπή κι είναι σαν πέτρα σκυθρωπή,

μπλέκει τα χέρια κάνει προσευχή, ποιος θα της δώσει μιαν ευχή;

Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι το κορίτσι μου βουλιάζει το σκεπάζει τ’ αναφιλητό…»

(πάντα θα τραγουδάμε, πάντα θα πληγωνόμαστε απ το κενό σου στο κόσμο μας)