Κώστας Βάρναλης: ο ποιητής της οργής!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Λίγους μήνες «αποκατάστασης» της δημοκρατίας πρόλαβε να δει ο Κώστας Βάρναλης. Το τέκνο της οργής, πέθανε, Δεκέμβριο 1974 και τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία ένα πλήθος ανθρώπων που με καχυποψία αντιμετώπιζαν τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης. Ένα πλήθος ανθρώπων που έξω από τα δικαστήρια ή στα στάδια, στις συναυλίες του Θεοδωράκη και του Μαρκόπουλου, ζητούσε «Δώστε τη Χούντα στο Λαό». Ένα πλήθος ανθρώπων που, μετά τη δίκη των πραξικοπηματιών και των βασανιστών, δεν ένιωσε απόλυτα δικαιωμένο. Και τραγουδούσε, το πλήθος, τους «Μοιραίους», αποχαιρετώντας τον ποιητή του λαού, τον άνθρωπο που ύψωσε τη φωνή του απέναντι στη Χούντα, τον άνθρωπο που, παρά τον ισχυρισμό του, υπήρξε, για όσους κατάλαβαν τα γραπτά του, ο πλαστουργός της νιας ζωής, ο δικός τους Οδηγητής.

Όταν οι ποιητές ήταν παρηγοριά

Ήταν τότε που οι ποιητές στάθηκαν αποκούμπι του λαού. Τότε που οι «διανοούμενοι», περπατούσαν ανάμεσα στον λαό, πονούσαν και υπέφεραν μαζί του, τον αγαπούσαν και τον υμνούσαν στα τραγούδια τους, τον μάλωναν στον στίχο τους, αλλά και πάλι όρθωναν ανάστημα για να τον υπερασπιστούν, όταν φαινόταν η ανάγκη. Και ο Βάρναλης πονούσε, υπέφερε, μάλωνε και υπερασπιζόταν τους ανθρώπους, με μια ποίηση που «Δεν μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι», όπως έγραψε ο Μενέλαος Λουντέμης. Γεννήθηκε το 1884 στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας, δηλαδή, στον Πύργο της τότε Ανατολικής Ρωμυλίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και νεοελληνική φιλολογία και αισθητική στο Παρίσι. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία της επαρχίας και της Αττικής, καθώς και στην Παιδαγωγική Ακαδημία που διηύθυνε ο Δημήτριος Γληνός. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα «Το Φως που καίει», που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε τους «Μοιραίους» στο περιοδικό «Νεολαία» και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα». Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της «Εστίας» που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από «Το φως που καίει».

Μόνος του στη Γαλλία για το Φως που καίει και οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι

Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της «Προόδου». Το 1927 τύπωσε τους «Σκλάβους Πολιορκημένους». Υπέρμαχος της δημοτικής, στην οποία είναι γραμμένο όλο του το έργο, ο Κώστας Βάρναλης το 1932 εξέδωσε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»:  Ο Σωκράτης αφού έχει ακούσει την καταδίκη του απολογείται και κατηγορεί τους διεφθαρμένους εκπροσώπους της κοινωνίας αυτής, την τυφλή δικαιοσύνη της, τους άρχοντες που δυναστεύουν το λαό, τη θρησκοκαπηλία, την υποταγμένη διανόηση, αλλά και το λαό για την παθητικότητα και μοιρολατρία του, ενώ μόνο αυτός πρέπει και μπορεί να καθαρίσει όλη την «κόπρο του Αυγείου», για να γίνει πραγματικά δική του αυτή η πατρίδα, δικά του τα αγαθά που αυτός παράγει και «μαζεύονται σε λίγα χέρια», για να γίνουν «όλος ο εαυτός του κι η ψυχή του δικά του».

Εξορίες, φυλακίσεις, διωγμοί

Το 1935 εξορίστηκε μαζί με τον Γληνό και άλλους αριστερούς διανοουμένους στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο, λίγο καιρό μετά τη συμμετοχή του στο Α΄ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων που είχε πραγματοποιηθεί στη Μόσχα.  Τις εμπειρίες του από τη δίμηνη εκτόπιση στον Αϊ-Στράτη (20 Οκτώβρη 1935 έως 25 Δεκέμβρη 1935) κατέγραψε, αμέσως μετά την απόλυσή του, σε δημοσιεύματα στην εφημερίδα Ανεξάρτητος και λίγο αργότερα στον Ριζοσπάστη. 

Τα κείμενά του, όπως και η αλληλογραφία με τη σύζυγό του, Δώρα Μοάτσου, περιγράφουν τις συνθήκες διαβίωσης στο νησί, σκιαγραφούν την προσωπικότητά του αλλά και το πώς επέδρασε στον ποιητή το γεγονός της εξορίας. Μετά την απόλυσή του από την εκπαίδευση, εργάστηκε κυρίως ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά («Πρόοδος», «Ανεξάρτητος», «Πρωία», «Ριζοσπάστης», «Αυγή» κ.ά.).  Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του «Ζωντανοί άνθρωποι», «Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Ποιητικά», «Διχτάτορες», «Αισθητικά- Κριτικά» (δύο τόμοι).

Τρία ποιήματα του απ τα πολλά:

Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ

Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης

ο πλαστουργός της νιας ζωής

Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης

κι ώριμο τέκνο της οργής

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,

γιατί δε μ’ έστειλε κανείς

Πατέρας, τάχα παρηγόρια

για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ο τρελός

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,

είχα μια Βάσω με βυζά,

μα προκοπή δεν είχα.

Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει

στα μαξιλάρια ξαπλωμένη

μασώντας τη μαστίχα.

Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός

και στην Πόλη μπούμε,

σκλάβες χανουμόπουλα

πὄχει να τραβούμε.

Άι! με το γύφτικο ζουρνά,

με νταγερέ, που κουδουνά,

σύρε σκοπόν αντάμικο.

Εστράβωσα τη φέσα μου,

έρωτας που ’ναι μέσα μου

για να χορέψω τσάμικο.

Κάνε θάμα, πλόσκα μου,

ξύλο τσιμισίρι,

γίνε βρύση γάργαρη

με χιλιάδες πίροι.

Να ’στε γεροί, να ’στε καλά

με τα τσαπράζια τα πολλά

και τα μεγάλα ονόματα,

κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης

και με τους διάκους ο δεσπότης

— τζιλβέδες και καμώματα!

Χίλια χέρια κι άρματα

να ’χα να σας φράξω,

να ’χα και δυο κέρατα

τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει, όσο μπορεί,

το μακελειό, να ’στε γεροί,

της Πένας αντρειωμένοι!

Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,

σίντας η Δόξα μελετά μας

τα σκελετά γερμένη.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,

για να μας θαμπώνει,

με λειρί στο κούτελο,

με φωνή τρομπόνι!

Σου φτάνουν σένα τα χωριά

της Ρούμελης και του Μοριά

και να ’ν’ πολλά σου τα έτη!

Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,

που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,

δικό μου βιλαέτι!

Έχω τρύπα στο βρακί,

λίγδα στην καπότα μου,

έχω ψείρα σαν κουκί

και βρωμούν τα χνότα μου.

Έχω νοήματα σοφά!

Σ’ αγιονορίτικο σοφά

στα λάδια και στα πάχη

κολύμπησα, μα πάντα μένει

άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη

— ανεμογκάστρι θα ’χει!

Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,

πόσο εγώ ’μαι ωραίος!

Έφαγα έναν πόντικα,

δόξα να ’χει ο θέος!

Η σάρκα και τα κόκαλα,

λάσπη πολλή και φρόκαλα,

Πατρίδα μου, χαλάλι σου!

Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,

θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκή

κι ανέγνιο τα κεφάλι σου!

Το χαράτσι, τα παιδιά,

μοναχός να κρίνεις,

άλλο να σ’ τα παίρνουνε

κι άλλο ναν τα δίνεις.

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.

Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,

μαύρη ζωή, όλη πίκρα.

Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,

αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,

σαν θα περάσω Αντίκρα.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,

δράκο με χοντρόλαιμο,

σέρτικο κι αράθυμο,

για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουν

για μια στιγμή να τρελαινόμουν,

ο σαλεμένος νους

και τα κλεισμένα τσίνορα

να μην ξαμώνουν σύνορα

και χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα

τον αδερφό μου ξένο

και τον οχτρόν αδέρφι μου

αδικοσκοτωμένο.

Οργή Λαού – Το τελευταίο του ποίημα, το απαγγέλλει ο ίδιος, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση της Χούντας, λίγους μηνές πριν από τον θάνατό του.

«Αν είν’ ο λάκκος σου

Πολύ βαθύς

Χρέος με τα χέρια σου

Να σηκωθείς

(…)

Κι όπου σε σφάζουνε

Δεμένον πίσου

Να βροντά άξαφνα

Σεισμός αβύσσου,

Χίλια αστροπέλεκα:

“Δεν είναι μπρος

Είν’ από πίσω σου

Κρυφά ο οχτρός”»