Ήταν μέχρι προχθές η Μίνα Αδαμάκη, αγαπημένη μιας γενιάς…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Μίνα Αδαμάκη. Ήταν! Όλα αυτά που άνισα παλεύουμε πια χωρέσουμε, δίπλα απ το όνομα της, σε μια παύλα ανάμεσα σε δυο χρονολογίες: 17 Ιουλίου 1944 – 11 Νοεμβρίου 2022. Μα δε χωράνε οι ζωές σε ένα τόσο, δα σημείο στίξης, όμως! Η μικροσκοπική της αλλά τόσο φινετσάτη φιγούρα; Το γέλιο της, που σα να το τραγουδούσε; Η χαρακτηριστική της προφορά στις λέξεις που ήταν σήμα κατατεθέν; Και στην ουσία, δε ξέρουμε τίποτα για αυτήν. Αν ερωτεύτηκε πολύ, αν ταξίδεψε, αν προδόθηκε, αν φοβότανε το σκοτάδι, αν πίστευε. Μόνο φρασούλες σα φωτογραφίες στέκονται για λίγο και σβήνουν, σα τελευταίες ανάσες. Ήταν…

Γεννήθηκε σε ευκατάστατη, αστική οικογένεια στον Βόλο. Στους γονείς της μιλούσε στο πληθυντικό. Μικρή τη φώναζαν Μπουμπού. Η μαμά της ήθελε να την βαφτίσουν Χαρά γιατί όλο γέλαγε σα μωρό, αλλά τελικά πήρε το όνομα της γιαγιάς: Ασημίνα. Μια φορά σε ένα κέντρο διασκέδασής εξοχικό και πολύ αριστοκρατικό στο Βόλο, χάσανε την Μπουμπού με τους φιόγκους και τ ατσαλάκωτο φορεματάκι με τα φρου φρου, που μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. «Μα ποιο είναι αυτό το κοριτσάκι;» άκουσαν να απορούν οι θαμώνες, οι γονείς. Η Μίνα είχε πάει στη μέση της ορχήστρας, ανάμεσα από βιολιά και κιθάρες και χόρευε, συνεπαρμένη. Χρόνια μετα, στα 14 της θα δει μια παράσταση του Κουν, με μονόπρακτα του Τσέχωφ στη πόλη της. Γελάει με την ψυχή της. Και κάνει ότι είδε στο μεγάλο σπίτι τους και στη τεράστια σκάλα στα εξοχικά τους στη Μακρινίτσα στο Πήλιο. Πέρασε στη Νομική Αθηνών. Κρατώντας το κρυφό, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν μπήκε πια και επίσημα στη ζωή της. Θα μαθευτεί μετα από χρόνια, προκαλώντας σκάνδαλο στο σπίτι. Ο μπαμπάς δε θα πάει ποτέ να την δει στο θέατρο. Η μητέρα της, πάλι θα την υποστηρίξει με κάθε δύναμη. Όταν μια θεία καλόγρια έσπευσε να τη συλλυπηθεί επειδή έγινε ηθοποιός το μικρό της κορίτσι, η απάντησή της ήταν: «Γιατί συλλυπητήρια; Εμείς δεν πενθούμε κανέναν»! Είχε μια αδελφή, που ήταν σοπράνο. Κάποτε, με το που έγινε η Χούντα, με το αγόρι της τότε πήγε στο Λονδίνο, όπου έκανε μαθήματα γλώσσας και courses θεάτρου. Μα έπιανε τον εαυτό της να περπατάει μέσα στη μουντάδα και το καθημερινό ψιλοβρόχι, σιγοτραγουδώντας μόνο, όταν έβγαινε, φευγαλέα ο ήλιος. Επέστρεψε οριστικά το ’74, με το τέλος της χούντας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει πια. Στην κηδεία δεν μπόρεσε να παρευρεθεί.

Ζούσε σε ένα πολύ φροντισμένο διαμέρισμα στο Παγκράτι. Της άρεσε η  βόλτα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με την Ακρόπολη στα δεξιά. Αγαπούσε τους μικρούς φωτισμούς με την αίσθηση του κεριού. Είχε έναν  ηλικιωμένο γάτο, τον Μπουμπού.  Δεν είχε σκηνική αυταρέσκεια έμπαινε στον ρόλο και ήταν αυτός, χανότανε στη δράση του. Για εκείνη ήταν υπόθεση προσωπική κι αν αυτό δεν ισχύει, τότε η υποκριτική δεν είχε κανένα νόημα, γινόταν ναρκισσισμός. Της αρέσει πάντα η λογοτεχνία και λάτρευε τον Ντοστογιέφσκι. Υπήρξε από κοριτσάκι συνεπής στο ότι δεν ήθελε ποτέ να παντρευτεί. Στις σχέσεις, όποτε τα πράγματα ήταν να πάρουν αυτή την τροπή, το απέφευγε. Δεν ήθελε παιδιά. «Αυτό ή σου πάει ή δεν σου πάνυ» έλεγε «και εμένα δε μου πάει».  Οι άνθρωποι της, οι σχέσεις, οι μνήμες, οι δεσμοί, οι αισθήσεις. Κάποια χάνονταν σιγά σιγά. Η καλύτερη της φίλη ζούσε στην Αθήνα, έφυγε καιρό πριν απ αυτην. Της κόστισε. Μα η Μίνα Αδαμάκη ήταν  μια από κείνους που αλλάξαν τη θεατρική έκφραση με την Ελεύθερη Σκηνή και τις παραστάσεις στο Άλσος Παγκρατίου και μια σωρεία τεράστιων επιτυχιών. Έγραψε ιστορία με τη συμμετοχή της στο Το Σώσε. Τότε που το κοινό, φώναζε, «φτάνει μη μας κάνετε να γελάμε άλλο, θα σκάσουμε». Δις Εξαμαρτείν στην αρχή και μετά φυσικά θα γίνει η Ειρήνη στις Τρεις Χάριτες, με επικές ατάκες που ξέρουν ακόμη και οι σημερινοί πιτσιρικάδες. 1989΄. Ήταν η εποχή της αθωότητας της ιδιωτικής τηλεόρασης. Της είχε κάνει πρόταση ο Μιχάλης Ρέππα, για αυτό με τον Θανάση Παπαθανασίου, ετοιμάζανε για το Mega, πως να, θα παραπέμπει σε Τσεχωφ και 3 αδελφές και πως μόλις 10 επεισόδια θα κάνανε, μωρέ! Κάνανε 91. Κλαίγανε απ τα γέλια στα γυρίσματα. Σημείωσαν την μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία των τηλεοπτικών καναλιών.  Της άρεσε η δημοσιότητα, αλλά δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Την ενδιέφερε να βγάλει από τον ρόλο και το κείμενο ό,τι περισσότερο μπορούσε. Αυτή ήταν η χαρά της. Με τον Μιχάλη Ρέππα θα δεθούν δημιουργικά σε τεράστιες επιτυχίες, χαρίζοντας μας πολύτιμα γέλια και βουρκώματα, συχνά μαζί και τα δύο, στη κόψη. Αυτός θα γράψει για εκείνη κάτι σπαρακτικό, παλιότερα, με την αλήθεια που ξέρουν μόνο όσοι αγαπούν:

«… Η Ειρήνη της Μίνας είναι ένα κοριτσάκι που μιμείται την κυρία. Τα ταγιέρ, τα ατσαλάκωτα φουστάνια, τα προσεγμένα χτενίσματα είναι τόσο φυσικά πάνω της και την ίδια στιγμή τόσο αταίριαστα. Η Μίνα είναι ένα θηλυκός Πίτερ Παν. Είναι ένας μπόμπιρας που ασφυκτικά στο ρόλο της ντάμας. Ένας σούπερ Γκούφη φυλακισμένος στο σώμα μιας δεσποσύνης. Ένα κορίτσι που αρνείται να μεγαλώσει. Αυτή η εσωτερική αντίφαση της Μίνας είναι η περιουσία της. Όλο της το «είναι» είναι χτισμένο πάνω σ αυτή τη ρωγμή. Σε ένα έδαφος ηφαιστειογενές. Αλλά τα ηφαιστειογενή εδάφη είναι και τα πιο εύφορα. Και η Μίνα την οδύνη του χρόνου την κάνει ευφορία. Η Ειρήνη της είναι μια γεροντοκόρη νεράιδα. Μια γλυκιά υστέρω. Μια απουσιολόγος ντίβα. Η Μίνα είναι φύσει κωμική. Γιατί η κωμωδία υπάρχει λόγω της αντίφασης. Όλοι είμαστε η ταυτότητα μας και κάτι άλλο. Οι κωμικοί αυτό το κάτι άλλο δεν το έχουν για ντροπή. Το έχουν για καμάρι τους. Προασπίζονται στην ζωή με νύχια και με δόντια αυτό που λέμε ταυτότητα και στη σκηνή αμολάνε το άλλο. Στη ζωή φορούν τη μάσκα. Στη σκηνή την βγάζουν. Και η Μίνα στην ζωή έχει προασπιστεί όσο λίγες τη ταυτότητα της κυρίας. Αλλά ευτυχώς έχει και τον άλλο εαυτό για μπακ απ.  Μπροστά στην κάμερα και πάνω στη σκηνή ξαναγίνεται αυτό που στ αλήθεια είναι. Το κοριτσάκι που έτρεχε τα καλοκαίρια στο Πήλιο. Που ονειροπολούσε με Τζέην Ώστιν και προβληματιζόταν με Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Με δυο λόγια μια κόρη καλής οικογενείας”. Και αθώα, ποιητική βλάχα Μπίλιω στο «Κλάμα βγήκε απ το παράδεισο». «Safe Sex» την ταινία, που έκανε ρεκόρ ενός εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων εισιτήριων. Οξυγόνο. Μαζί!

Κάναμε το λάθος, που οι άνθρωποι διαπράττουμε πάντα. Θεωρούμε πως όλα διαρκούν για πάντα. Πως και αυτή ήταν δεδομένη! Με τη βεβαιότητα της οικειότητας πως τον πάντα θα καλείς στο τηλέφωνο και ο αριθμός δεν θα χει αποσυρθεί.  Ήταν λοιπόν, η Μίνα Αδαμάκη. Αλλά οι ρόλοι μένουν πάντα εδώ, όσους θυμούνται οι γενιές τους ηθοποιούς και τα ινδάλματα τους. Η ίδια, μακάρι να στροβιλίζεται αιώνια, ανάμεσα σε μια έξοχη ορχήστρα, χορεύοντας απολαυστικά, με φιόγκους και φρου φρου… Σα μικρό κοριτσάκι…