
Πεταμένα, ξεχασμένα, σκουριασμένα, φαγωμένα από τον καιρό και την λήθη, μουχλιασμένα, σαπισμένα. Εκείνα τα αντικείμενα, τα πράγματα, κάποτε τα πλάσματα, που έχουν πάψει να αγαπιούνται. Σχεδόν αθέατα στη μεταμόρφωση τους. Ανέγγιχτα. Εκείνα που κανείς δεν επιθυμεί…

… Η Πηνελόπη Κατσαρέλη οπλίζει φακό και στοχεύει χωρίς ΑΛΤ ΤΙΣ ΕΙ. Ο χρόνος, η φθορά, η αλλαγή, το τέλος, το παράτημα είναι καμβάς και οι ιστορίες των ξεχασμένων αντικειμένων είναι ψίθυροι σκουριασμένοι και αυτοί σα βραχνές κουρασμένες φωνές, εκείνων που κάποτε αγαπηθήκαν, ποθήθηκαν, ζωές ξοδεύτηκαν για να αποκτηθούν. Και ο χρόνος ο ίδιος σκουριάζει…

Βάρκες στην στεριά, καΐκια στην άσφαλτο, λουκέτα που κανείς δε νοιάστηκε να βρει το κλειδί τους για δεκαετίες, χερούλια, μάνταλα, σήμαντρα που δεν αγγίζουνε παλάμες, σίδερα με κάρβουνο πριν τις στιρέλες των δώρων γάμου, καρέκλες αφημένες στις τσουκνίδες, μες στα χαλάσματα που κάποτε ήταν σπίτι και που μόνο ένα αγριολούλουδο πάει και ρίχνει κόκκινο, σα να μάτωσε το αντικείμενο από την παραίτηση…

… το φως καμιά φορά, χαρίζει χρώμα! Πάει ο ήλιος και φιλάει το παλιό, σαν εγγόνι τις ρυτίδες αγαπημένου παππού και δροσίσει από νιότη ή από δάκρυ το άχρονα πια παρατημένο…

Ο χρόνος λέει, είναι ένας ποταμός, μεγάλος, παντοδύναμος, σιωπηλός στην ισχύ του, που κυλά και εμείς πλάσματα εντός του ακολουθούμε, άβουλα, την φυγή του στους ωκεανούς. Κι όμως! Ο χρόνος κάποτε είναι ύπουλος και δεν τον παίρνεις είδηση, άλλοτε ακαριαίος σαν αυτοκινητιστικό, κάποτε αργός και στις μεγάλες ευτυχίες ένα βλεφάρισμα μόλις. Ο χρόνος είναι εκείνο το καινούργιο σίδερο που νιόπαντρη αγόρασε να κολλαρίζει λευκά πουκάμισα και κεντημένες με λουλούδια μεταξωτά μαξιλαροθήκες και που τώρα χάσκει σα στόμα ανοιχτό καταπίνοντας την νέα γυναίκα στο αιώνιο… τι; Όχι;

«Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι μια ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες» έλεγε ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και άλλου πως «όταν κάθεσαι με ένα ωραίο κορίτσι για δυο ώρες, σου φαίνεται σαν δυο λεπτά. Αν καθίσεις σε μια αναμμένη σόμπα για δυο λεπτά, σου φαίνεται σαν δυο ώρες. Αυτό είναι η σχετικότητα». Σα χερούλι από πόρτα που μένει ανοιχτή για πάντα ή που δεν υπάρχει λόγος να κλειδωθεί πια…

… και ο χρόνος, λένε, κάποιοι σοφοί Φυσικοί επιστήμονες, θα αρχίσει να πηγαίνει προς τα πίσω, όταν το σύμπαν σταματήσει να επεκτείνεται. Και όλα τα καΐκια που στέγνωσαν σε άνυδρες ξέρες, θα συναντήσουν τα κύματα και θα ναι ποθητά, πολύχρωμα σκαριά και ίσως στο τέλος των καιρών να γίνουν πάλι, δέντρα…

«Έχουμε την ψευδαίσθηση, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, ότι το παρελθόν ήδη έχει συμβεί και το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη, και ότι τα πράγματα αλλάζουν. Αλλά ό,τι υπάρχει στον εγκέφαλο συμβαίνει τώρα. Ο μόνος λόγος που αισθανόμαστε ότι έχουμε ζήσει κάτι στο παρελθόν είναι επειδή ο εγκέφαλός μας εμπεριέχει τις αναμνήσεις» – Max Tegmark, Θεωρητικός Φυσικός.

Οι ποιητές πάλι, αλλιώς τον μετρούν το χρόνο, τη φθορά, την παραίτηση… με αισθήσεις και πύλες στην αιωνιότητα, που μόνο οι ίδιοι τις περνούν όποτε θέλουν…

Φθορά
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.

Τα νεύρα του ξύλου
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο—τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Γιώργος Σεφέρης

Φθορά
Σε δέκα στίχους απορρόφησα τα χρόνια εκείνα
που στο χαμό τους προσκρούει
το συντριμμένο της ζωής μου υπόλοιπο.
Ο πρώτος στίχος,
ντυμένος τη λιβρέα του ιδανικού,
δεξιώνεται την έξαρση
στηριγμένη στο μπράτσο της νεότητάς μου.
Στίχος εύρωστος κι ωραίος.
Τι κρίμα να μην είν’ ο τελευταίος.
Κική Δημουλά

Γκρίζα
Θ’ ασχήμισαν -αν ζει- τα γκρίζα μάτια
θα χάλασε τα’ ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω άποψι.
Κωνσταντίνος Καβάφης

… και είναι και αυτή η ψυχή στο συρματόπλεγμα, σα να αλυχτάει παράπονο, που κανείς δε θέλει να δώσει ένα χάδι, μόνο αφημένο πλάσμα να φυλάει εκείνο που δεν υπάρχει το έταξαν…

… και είναι και η σκουριά, σαν να αιμορραγούν ακατάστατα τα σίδερα, οι άγκυρες, τα ρόπτρα, τα καράβια, τα κρεβάτια, τα κάγκελα, οι άνθρωποι που έδειχναν παντοδύναμοι και εκείνοι καμωμένοι από σίδερο…

Και η Πηνελόπη έβαλε εικόνα στα άψυχα και ξεχασμένα και παρατημένα. Βάλτε εσείς, δικές λέξεις, σε ιστορίες χρόνου, φθοράς, λήθης ή τ αντίθετο. Ακούστε τους δικούς σας ψιθύρους για παλιές ιστορίες, που θέλουν να ειπωθούν…

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο. Ζει στο Αίγιο αλλά όλο και κάπου ταξιδεύει.
