
ΌΣΟ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, θυμάμαι όλο και πιο αμυδρά τη μανούλα, που ήταν όμορφη, πολύ όμορφη, το παραδέχονταν όλοι κι εγώ το διατυμπάνιζα· ήταν μικροκαμωμένη, μελαχρινή με σκούρο δέρμα, με τεράστια καστανά μάτια και ήταν πάντοτε γεμάτη αγάπη. Τέλος πάντων, στον εαυτό μου το έλεγα και ήμουνα πολύ υπερήφανος, γιατί μου έδειχνε συνεχώς τα θετικά συναισθήματα και το ενδιαφέρον της. Ήταν γλυκιά και μύριζε μιαν υπέροχη μυρωδιά, που δεν την έχω μυρίσει ξανά· σ’ όλη μου τη ζωή την αποζητoύσα. Στις αναμνήσεις μου έρχεται όλα αυτά τα χρόνια σαν ο μοναδικός άνθρωπος, ο οποίος όχι μόνον με φρόντιζε, αλλά συνεχώς προσπαθούσε να μου προσφέρει ευτυχία και να μου μεταδώσει τις λιγοστές, αλλά σημαντικές για τη ζωή, γνώσεις της. Όπως έγραψα αργότερα: «Καὶ ὅλη ἐκείνην τὴν περιοχὴ καὶ τὴν ἐποχὴ κυβερνοῦσε τρυφερὰ Ἕνα Πρόσωπο ποὺ σκεπτόταν μόνον πῶς νὰ βρεῖ τρόπους νὰ μὲ κάνει εὐτυχισμένο…»…Κάποιες φορές με έπαιρνε αγκαλιά για να με κοιμίσει, αλλά δεν σιγοτραγουδούσε νανουρίσματα, όπως συνήθιζε, ούτε μου έλεγε παραμύθια, που ποτέ δεν ξανάκουσα. Για τον τόπο της μου μιλούσε που τον αγαπούσε και τον νοσταλγούσε αφάνταστα, αφού τον είχε απαρνηθεί. Παραπονιόταν για την κακοτυχία της, εκείνην ακριβώς που την είχε υποχρεώσει να εγκαταλείψει το αγαπημένο της Τσιρίγο. Πώς και πώς περίμενε τη στιγμή της επιστροφής στον τόπο της με τα παιδιά και τον άνδρα της πλέον. Κανένας δεν της είχε εξηγήσει προφανώς ότι, επιλέγοντας για σύντροφό της έναν Ιρλανδό, είχε διακόψει οριστικά κάθε επαφή με τη γη που την ανέθρεψε. Η μανούλα μου, βλέπεις, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Χώρα των Κυθήρων και στο Καψάλι, το μικρό παραθαλάσσιο χωριό, που συνορεύει με την πρωτεύουσα του νησιού, είναι το επίνειό της. Είχε γεννηθεί στις 12 Οκτωβρίου του 1823, εάν θυμάμαι καλά. Ήταν μια εποχή με πολλά και εξαιρετικά γεγονότα τότε. Οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους, είχαν ξεσηκωθεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν ξέρω πόσο οι ιδέες αυτές είχαν επιδράσει στα Κύθηρα και ιδιαίτερα στους δικούς μου προγόνους. Αυτό που γνωρίζω με βεβαιότητα είναι ότι, στο νησί καταγωγής μου είχαν βρει καταφύγιο επαναστατημένοι Έλληνες. Θεωρούσαν ότι το Τσιρίγο ήταν ασφαλής τόπος για να φυλάγονται, να αποθηκεύουν οπλισμό και να κρύβουν τα πολύτιμά τους αντικείμενα ή το χρυσάφι τους.

Την έλεγαν Ρόζα
Τη μανούλα μου, όπως είδες, την ονόμασαν Ρόζα, ένα βαφτιστικό δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης· ίσως να προερχόταν από την εκ μητρός γιαγιά της, η οποία είχε καταγωγή από τη Μάλτα. Είχε κι έναν αδελφό που τον έλεγαν Δημητράκη, όπως τον παππού τους. Τον πατέρα της τον ονόμαζαν Αντώνη Κασιμάτη, το είδαμε. Δεν καταγόταν από το Τσιρίγο ο παππούς μου, το γνωρίζεις ήδη. Οι άμεσοι πρόγονοί του ήταν απόγονοι της παλαιάς οικογένειας Κασιμάτη από την Κρήτη. Ο δικός μας κλάδος είχε ξεκινήσει από τον Χάνδακα, από έναν οικισμό που αποκαλούσαν Σκυλούς κι αργότερα μετονομάστηκε σε Καλλονή· είναι ένα αμπελοχώρι λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο. Οι περιπέτειες του τόπου τους ωστόσο ήταν πολλές. Εξαιτίας τους οι Κασιμάτηδες οδηγήθηκαν στην ξενιτιά, στο Τσιρίγο, μια περιοχή που κατείχαν οι Ενετοί, όπως και την Κρήτη, και έμοιαζε αρκετά με τη γενέτειρά τους. Οι αιτίες της συγκεκριμένης μετανάστευσης είναι άγνωστες, ίσως, όμως, να έπαιξε ρόλο η κατάργηση του ανώτατου εκκλησιαστικού κλήρου της Κρήτης από τους Βενετούς. Αποφασιστική σημασία είχαν πάντως τα ανταλλάγματα σε γη και τα αξιώματα, που έδωσαν οι επικυρίαρχοι στους Κασιμάτηδες.

Η αρχοντοπούλα από την Κρήτη, στο Τσιρίγο
Από τις ιστορίες, που μου είχε αφηγηθεί η μανούλα μου, θυμάμαι αρκετά, όπως για παράδειγμα πώς ήταν τα σπίτια τους. Η κατοικία των Κασιμάτηδων στη Χώρα φανέρωνε ότι η οικογένεια ήταν από τις πρώτες του τόπου· το σπίτι τους ήταν πετρόκτιστο και βρισκόταν ακριβώς κάτω από το Κάστρο. Για να μπεις στην έδρα των Βρετανών ή και να βγεις απ’ αυτήν, περνούσες αναγκαστικά μπροστά από το σπίτι όπου κατοικούσε η μανούλα μου. Δεν είχε βέβαια την πολυτέλεια των κατοικιών της Σύρου της ίδιας περιόδου, με τους μεγάλους ολάνθιστους κήπους, αλλά το κτίσμα ήταν ευπρεπές· ήταν μεγάλο για τα δεδομένα της περιοχής, με στενό άνοιγμα στα παράθυρα, ενώ η εξώπορτα, όταν άνοιγε μόνον το ένα της φύλλο, δεν χωρούσε να περάσει εύσωμος άνθρωπος. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών των Κυθήρων ειδικά στα νότια, τα πιο εκτεθειμένα, ανταποκρινόταν στις ανάγκες της εποχής και βοηθούσε να υπερασπίζονται οι ντόπιοι την ασφάλειά τους. Ήταν αμυντική και είχε έντονο το φρουριακό στοιχείο, μια και ο φόβος των πειρατών κράτησε αιώνες· αποτελούσαν τη μάστιγα της Μεσογείου.

Ανύπαντρη και με μητριά
Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1840, το 1848 συγκεκριμένα, η μανούλα μου είχε μεγαλώσει, ήταν στα είκοσι πέντε της χρόνια. Συνήθως, οι κοπελιές στα Κύθηρα παντρεύονταν πριν τα δεκαοκτώ τους και δημιουργούσαν τις οικογένειές τους όσο πιο νωρίς γινόταν. Η Ρόζα Κασιμάτη, παρά την ευγενική της καταγωγή, έμοιαζε να έχει ξεμείνει. Τα προξενιά έφθαναν κάθε λίγο στο σπίτι του Αντώνη Κασιμάτη, μία γόνος, όμως, αριστοκρατικής οικογένειας δεν μπορούσε να παντρευτεί οποιονδήποτε. Ήταν όμορφη, αλλά δεν είχε μεγάλη προίκα βλέπεις· η προξενήτρα έφευγε πάντοτε άπρακτη. Φαίνεται ότι κανένας από τους προβεβλημένους ευγενείς δεν ήθελε να τη νυμφευθεί κι εκείνη δεν έκανε υποχωρήσεις. Η οικογένειά της ανήκε στους ευγενείς του τόπου της κι εκείνη δεν μπορούσε να παντρευτεί κάποιον παρακατιανό, έπρεπε να ακολουθήσει την παράδοση. Η ίδια προέβλεπε ότι θα έμενε στο ράφι ή θα αποσυρόταν σε κάποιο μοναστήρι, προσφέροντας σαν αντάλλαγμα, τα λίγα υπάρχοντά της, όπως συνηθιζόταν. Ελάχιστα είχαν περισωθεί για την ίδια και ήταν όσα προέρχονταν από την προίκα της μητέρας της, της Αικατερίνης Δαρμάρου. Όλα τα εκμεταλλευόταν ο πατέρας της, που δεν ήθελε να ακούσει ούτε λέξη για μοίρασμα της μητρικής κληρονομιάς. Είναι βέβαιο ότι δεν τον συνέφερε! Υπήρχε ένα πρόβλημα πάντως, που αναμφισβήτητα επηρέασε τη ζωή της μανούλας μου. Ίσως και τη δική μου. Η μητέρα της είχε πεθάνει, ο πατέρας της, ο Αντώνης Κασιμάτης, είχε νυμφευθεί ξανά και τη νύφη την ονόμαζαν Μαριώ. Η Ρόζα δεν μου είχε αναφέρει ποτέ τη μητριά της κι απ’ αυτό συμπεραίνω ότι δεν είχαν καλές σχέσεις. Η μανούλα μου δεν την εκτιμούσε· η οικογένεια είχε χάσει το ουσιαστικό της δέσιμο και, με την παραμικρή αφορμή, ξεσπούσαν έριδες και καυγάδες. Δεν θα ισχυριστώ ότι η Ρόζα ήταν ιδιαίτερα προκομμένη, ούτε ότι της άρεσε να ασχολείται με τη λάτρα του σπιτιού και τις μικρότερες αδελφές της. Προτιμούσε να περνά όλον της τον χρόνο με όνειρα για τη μελλοντική της ζωή, έτσι που ήταν μια αρχόντισσα. Ποια όνειρα θα με ρωτήσεις; Χρόνο με τον χρόνο, οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή απομακρύνονταν όλο και περισσότερο. Ο γάμος, η απόκτηση παιδιών, η ανεξαρτητοποίησή της από την πατρική οικογένεια, έμοιαζαν όλο και περισσότερο με φαντασίωση, που δεν επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα. Η Ρόζα προετοιμαζόταν ψυχολογικά για τη μοναξιά, που διαπίστωνε ότι ήταν το γραφτό της. Πώς περνούσε, όμως, στ’ αλήθεια τις ώρες της η μετέπειτα μανούλα μου; Ιδέαν δεν έχω, ποτέ δεν αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο θέμα. Μόνον κάποιες εικόνες μου είχε αφηγηθεί, όπως αυτή που ακολουθεί.

Μια φορά στο πανηγύρι…
Μιαν ημέρα, η Ρόζα ξύπνησε πολύ νωρίς, παρά τις συνήθειές της, αξημέρωτα. Νίφτηκε, φόρεσε τα καλά της κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ο αδελφός της ήταν κι εκείνος για φευγιό. Παραξενεύτηκε που την είδε:
«Πού πας, αδελφή;»
«Έχει πανηγύρι σήμερα, Δημητράκη μου, και πάω κι εγώ».
«Μα, στις Αλεξανδράδες είναι το πανηγύρι, τ’ αγιού Λέου, πέρα από τα Φράτσια».
«Ναι, εκεί πάω».
«Δεν έχω αντίρρηση, μπορεί να έρθω κι εγώ. Είναι χειμώνας, όμως, μπορεί να πιάσει καμιά βροχή, δεν θέλω να ταλαιπωρηθείς».
«Μην ανησυχείς, τα έχουμε όλα κανονισμένα. Θα πάω στη φιληνάδα μου, τη Σουσάνα του Λέου, στα Φράτσια. Από εκεί οι Αλεξανδράδες είναι κοντά, επάνω στο ύψωμα. Θα πάμε στην εκκλησία, που ανήκε στον παπά Ανδρέα Πετρόχειλο-Γουντή από το 1784. Διατηρείται πολύ καλά και εορτάζουν όλοι, “σκολοκρατούν” στο χωριό στις 18 Φεβρουαρίου, στη μνήμη του αγίου Λέοντος, του πάπα Ρώμης. Όλα τα σπίτια είναι ανοικτά και οι ντόπιοι το γλεντάνε για τα καλά. Είναι φιλόξενοι, όπως ξέρεις, θα περάσουμε καλά!»
«Τότε, περίμενε να με δεις απόψε. Πού θα μείνεις το βράδυ;»
«Στη Σουσάνα του Λέου. Με περιμένει. Θα έχει φτιάξει κι εκείνη ξεροτήγανα και τα αμυγδαλωτά της. Καλά θα περάσουμε, είμαι σίγουρη. Θα προσκυνήσω τον αη-Λέο και θα χαρώ και το πανηγύρι!»
«Καλά περνάμε εμείς στο Τσιρίγο μας! Ευτυχώς κι έχει κάμποσες εκκλησιές!» μουρμούρισε ο Δημητράκης.
Δεν ήξερα, επομένως, με τι ασχολούνταν η μανούλα μου, όταν ήταν νέα κι ελεύθερη. Το βέβαιο είναι ότι έκανε τακτικά μεγάλες διαδρομές και πήγαινε σε κάποιον οικισμό που δεν γνώριζε, είτε για κάποιο θέλημα είτε απλώς για τον περίπατό της. Οι Άγγλοι, που κατείχαν το νησί εκείνα τα χρόνια, είχαν διανοίξει φαρδιούς χωματένιους δρόμους. Σε κάποια σημεία είχαν δημιουργήσει μικρά κτίσματα, που χωρούσαν δύο ή τρία άτομα και χρησίμευαν για την ανάπαυση των περαστικών. Ήταν μεγάλες οι διαδρομές βλέπεις και τα ζώα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ήταν ελάχιστα, οπότε οι ντόπιοι συνήθως πεζοπορούσαν· ιδιαίτερα οι όχι πολύ εύποροι. Τα αναπαυτήρια αποτελούσαν ιδανικό σημείο για μια στάση· είχαν φυτέψει συκιές σ’ εκείνα τα σημεία και υπήρχε πάντοτε κάποια πηγή. Οι διαβάτες το καλοκαίρι έτρωγαν σύκα κι έπιναν κρύο νερό, ενώ τον χειμώνα προστατεύονταν από τις καταιγίδες.

Η ζωή της Ρόζας πριν γίνει μητέρα
Έμαθα, όμως, ότι οι συνομίληκές της, όσες δεν ήταν υποχρεωμένες να εργάζονται στα χωράφια, έβρισκαν παρηγοριά στο μαγείρεμα και παρασκεύαζαν πολύπλοκα πιάτα. Ήταν κάτι που άρμοζε στην κοινωνική τους θέση. Τους άρεσε, για παράδειγμα, να ετοιμάζουν το βενετσιάνικο παστίτσιο, μια συνταγή που είχε προκύψει από τους Βενετούς. Ήταν εντυπωσιακό πιάτο και ιδιαίτερα χορταστικό, αφού περιείχε μακαρόνια, κιμά και συκωτάκια και ψηνόταν μέσα σε ημίγλυκη ζύμη. Κάποιες άλλες κοπέλες ζύμωναν τα παραδοσιακά λαδοπαξίμαδα ή τον τσιριγώτικο άρτο που, όταν του πρόσθεταν καρύδια, σταφίδες κι αμύγδαλα, μεταμορφωνόταν σε χριστόψωμο. Πού και πού, όταν υπήρχαν τα απαραίτητα υλικά, έφτιαχναν «ροζέδες», ένα είδος γλυκού αμυγδαλωτού ή αχλαδάκια με «δραγάντε», που απαιτούσαν υπομονή κι επιμονή, αλλά άξιζαν τον κόπο, αφού περιείχαν αμύγδαλα και μέλι. Πιο συχνά, τηγάνιζαν στρογγυλές στριφτές δίπλες κι από επάνω δεν έριχναν παχύ σιρόπι, αλλά ατόφιο τσιριγότικο μέλι και κανέλα. Έκαναν και «μπουντίνο», ένα είδος γλυκού, με μπαγιάτικο ψωμί βουτηγμένο σε γάλα, άφθονο τριμμένο λεμόνι, κανέλα, ζάχαρη, καβουρδισμένο αμύγδαλο, βούτυρο, αυγά, ηδύποτο και σταφίδες· ήταν το παραδοσιακό κι αποκλειστικό κέρασμα της πρώτης Κυριακής της Αποκριάς. Όταν τύχαινε να έχουν μουσαφίρηδες, μετά το φαγητό, οι νέες κοπέλες πρόσφεραν τη «φατουράδα», που και πάλι οι ίδιες ετοίμαζαν. Ήταν ηδύποτο, με βάση το τσίπουρο, στο οποίο πρόσθεταν κανέλα, γαρίφαλο, μανταρίνι και ζάχαρη. Η μετέπειτα μανούλα μου πάντως δεν ήταν μόνον όμορφη, ήταν κι απολύτως συγχρονισμένη με την εποχή της. Ντυνόταν και στολιζόταν για να καθίσει στο στενό παράθυρο και να χαζέψει τους περαστικούς. Πήγαινε περίπατο στην παραλία για να αναπνεύσει καθαρόν αέρα ή να δει τα καράβια που στάθμευαν κοντά στην ακτή. Έκανε βόλτες στα ενδότερα του νησιού είτε για να προσκυνήσει κάποιαν εικόνα σε μία μακρινή εκκλησία είτε για να επισκεφθεί ένα μοναστήρι, που δεν γνώριζε. Έτσι περίπου ζούσε εκείνον τον καιρό μια νέα κι ελεύθερη κοπέλα με αριστοκρατική καταγωγή, που δεν ήταν υποχρεωμένη να ασχολείται με τις καθημερινές ασχολίες της χωρικής, την εργασία στα χωράφια. Κάποιες από τις φιλενάδες της, που ήξεραν γράμματα, περνούσαν τον χρόνο τους διαβάζοντας ή γράφοντας. Ορισμένες άλλες έπαιζαν κουτσά-στραβά κάποιο μουσικό όργανο και σχεδόν όλες τραγουδούσαν. Ανάμεσά τους και η μανούλα μου, που ήταν καλλίφωνη κι απέδιδε οποιονδήποτε σκοπό με σπάνια ευαισθησία. Η κοινωνική της ζωή, όμως, ήταν πολύ περιορισμένη κι εξαντλούνταν στις εκδηλώσεις, που οργάνωναν οι άγγλοι προστάτες των Κυθήρων. Δεν ήταν πολλές αυτές οι ευκαιρίες. Φαντάσου ότι δεν είχε ανάγκη να ράβει καινούργια φουστάνια, της αρκούσαν όσα διέθετε. Τι περίμενε από τη ζωή της η Ρόζα; Σάμπως γνώριζε; Ο κύκλος της στο νησί ήταν περιορισμένος, οι πιθανότητες εξαντλημένες. Πουθενά δεν έβλεπε γαμπρό, κάποιον που να της αρέσει και να της ταιριάζει. Η κατάσταση στο σπίτι της γινόταν όλο και περισσότερο ασφυκτική, καθώς κανένας δεν την ήθελε στα πόδια του.
«Μετά τα τριάντα, θα κλειστώ σε μοναστήρι!» σκεπτόταν. «Έως τότε, όμως, θα περάσω όσο μπορώ καλύτερα!»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Η Μίτση Σκ. Πικραμένου (mitsipik@yahoo.gr), γεννήθηκε, σπούδασε (διδακτορικό Πανεπιστημίου Αθηνών) και κατοικεί στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σε έργα υποδομής κυρίως και επιμέλειες (5.000 περίπου τυπωμένες σελίδες). Ερευνήτρια από τη φύση της, γράφει πλέον βιογραφίες όπου παρουσιάζονται νέες πληροφορίες, που δένουν αρμονικά με τα γνωστά στοιχεία και απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Έργα της που κυκλοφορούν είναι οι βιογραφίες των Ίωνα Δραγούμη, Παύλου Μελά, Λουίζας Ριανκούρ και Πηνελόπης Δέλτα (Βιογραφία και Εργογραφία). Επίσης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, η ιστορία του Γλυκυσματοποιείου Παυλίδη κι ένα ερωτηματικό για τη γνωριμία Ελ Γκρέκο με τον μετέπειτα Άγιο Γεράσιμο.