
Η ευγενική μου καταγωγή
ΕΑΝ ΕΙΧΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ τα Κύθηρα, εάν είχα ζήσει λίγο σ’ εκείνο το νησί, θα σου μιλούσα με τα δικά μου λόγια για τις εντυπώσεις μου από τον ουσιαστικό τόπο καταγωγής μου. Τώρα, θα αρκεστείς σε όσα άκουσα μικρός και θυμάμαι ή όσα διάβασα μεταγενέστερα γι’ αυτόν τον στ’ αλήθεια μυστήριο τόπο. Ονομάζω τα Κύθηρα ουσιαστικό τόπο καταγωγής μου, επειδή η μανούλα μου είχε γεννηθεί και ζήσει εκεί περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια. Όπως όλα τα παιδιά, δέχθηκα σημαντικές επιδράσεις από τον τόπο καταγωγής της γυναίκας, που με έφερε στον κόσμο. Ενδέχεται να είχα γράψει και βιβλίο γι’ αυτόν. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι η ζωή σ’ εκείνο το νησί από κάποιες πλευρές είναι όπως παντού, από ορισμένες άλλες, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Οι κάτοικοί του, με το πέρασμα των χρόνων, διαμόρφωσαν ξεχωριστά ήθη κι έθιμα και τα ακολουθούν με συνέπεια και σεβασμό.

Θα μου απαντήσεις βέβαια, ότι από τα Κύθηρα καταγόταν μόνον η μανούλα μου και πως, όταν αναφερόμαστε στον τόπο καταγωγής μας, μνημονεύουμε συνήθως εκείνον του πατέρα μας.
Σύντομα θα αντιληφθείς, όμως, ότι στη δική μου περίπτωση δικαίως επικράτησε η Ρόζα Κασιμάτη, η μανούλα μου. Δεν τα είδα, επομένως, ποτέ τα Κύθηρα, αλλά μέσα μου πάντοτε τα «ήξερα», καθώς εκείνη μου είχε αφηγηθεί τα πάντα για το νησί της ξανά και ξανά. Βλέπεις, για τη μανούλα μου ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε στον τόπο της· δεν ένιωσε άνετα πουθενά αλλού. Όσα μου έλεγε, ωστόσο, η Ρόζα μου -έτσι την αποκαλώ- έγιναν σε μία περίοδο, όπου ακόμα δεν καλοκαταλάβαινα. Σίγουρα, όμως, θυμάμαι. Όχι γεγονότα με λεπτομέρειες, όχι πρόσωπα συγκεκριμένα, αλλά εικόνες. Κάποιες εντυπώσεις υπήρχαν μέσα μου και ίσως να βρίσκονταν εκεί και πριν τη γέννησή μου. Πάντοτε αποζητούσα να τις δω να πραγματοποιούνται, ίσως και χωρίς να το ξέρω συνειδητά. Οι ξένοι πήγαιναν κι έρχονταν στα Κύθηρα κι όλοι επεδίωκαν την κυριότητά του, εξαιτίας της προνομιακής γεωγραφικής θέσης του. Όπως έβλεπε τα ιστορικά γεγονότα ωστόσο η μανούλα μου, η Ρόζα Κασιμάτη, όλα στον μικρόκοσμό της είχαν ξεκινήσει, όταν άρχισε να αναφέρεται το επίθετό της επίσημα στα Κύθηρα. Οι Κασιμάτηδες πραγματικά συχνά κατέλαβαν θέσεις με κύρος χάρις στις παραχωρήσεις των πρώτων κατόχων των Κυθήρων, της οικογένειας των Venier, κι αργότερα της τοπικής βενετικής διοίκησης. Αναμφισβήτητα, διέθεταν τα απαραίτητα προσόντα. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημαντικό πρόβλημα σχετικά με τα πρώτα χρόνια της νεότερης ιστορίας του νησιού, που έχει επιπτώσεις και σ’ εκείνην της οικογένειάς μου. Τα αρχεία των Κυθήρων, που πάντοτε βρίσκονταν στο Κάστρο, καταστράφηκαν σε πυρκαγιά κατά τη διάρκεια επιδρομής πειρατών στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα. Οι παλαιοί μιλούσαν για τον Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα, τον φοβερό κοκκινοτρίχη, τον ελληνικής καταγωγής πειρατή, ο οποίος είχε αποκτήσει ειδικότητα στην κατάληψη φρουρίων. Είχε καταλάβει και το Κάστρο των Κυθήρων κι έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστρέψει όσα δεν τον συνέφερε να μεταφέρει. Έτσι, ο πρώτος, που εντοπίζεται χρονολογικά από τα σωζόμενα αρχεία, είναι ο Εμμανουήλ Κασιμάτης, ο οποίος είχε αναλάβει τον δέκατο έκτο αιώνα υψηλά καθήκοντα στο νησί. Το αξίωμά του προϋπέθετε ασφαλώς μόρφωση, αλλά και παραπάνω δυνατότητες. Υπήρξε συγκεκριμένα νοτάριος Κυθήρων, αργότερα θα τον αποκαλούσαμε συμβολαιογράφο. Εκτελούσε το λειτούργημά του από τις αρχές της δεκαετίας του 1560 και το πρώτο νοταριακό βιβλίο, που σώζεται στο Αρχείο των Κυθήρων έχει συνταχθεί από εκείνον. Γνώριζε ασφαλώς καλά την ιταλική και την ελληνική γλώσσα· ενδέχεται να είχε σπουδάσει νομικά στην Ιταλία. Ο νοτάριος ήταν υπεύθυνος για την καταχώριση όλων των πράξεων που διενεργούνταν σε δεμένα κατάστιχα κι όχι σε λυτά έγγραφα, σύμφωνα με τους κανόνες, οι οποίοι διαμορφώνονταν από τους Ενετούς εκείνη την εποχή. Όφειλε να τηρεί πρωτόκολλο με σελιδαρίθμηση κι ευρετήριο, αλλά και να παρέχει βεβαιώσεις για τις οικονομικές συναλλαγές, όσες φορές στην καταβολή ήταν παρών ο ίδιος και υπήρχαν μάρτυρες. Κάθε πράξη έπρεπε να υπογράφεται από δύο εγγράμματους άνδρες, ενώ καθορίζονταν ποινές για τους νοτάριους ή τους μάρτυρες, οι οποίοι προέβαιναν σε απάτη ή τοκογλυφία. Οι Βενετοί, έχοντας εμπειρία στη δημόσια διοίκηση, προέβλεπαν ιδιαίτερα για όσες λεπτομέρειες μπορούσαν να καλύψουν κάποια παραβατική ενέργεια. Για τον λόγο αυτόν μάλιστα δεν επιτρεπόταν να είναι νοτάριοι οι ιερείς, καθώς ήταν συνήθως παρόντες στη σύνταξη των διαθηκών· ήταν ορατός ο κίνδυνος του ηθικού εξαναγκασμού των διαθετών να αφήνουν τα περιουσιακά τους αγαθά για φιλανθρωπικές ενέργειες προς όφελος της Εκκλησίας. Λίγα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του νοταρίου από τον Εμμανουήλ Κασιμάτη, το 1572, οι Βενετοί καθόρισαν τις οικογένειες της άρχουσας τάξης στο νησί. Κατάρτισαν για τον λόγο αυτόν έναν κατάλογο, ο οποίος περιελάμβανε όσους αποτελούσαν το Συμβούλιο τῶν Εὐγενῶν των Κυθήρων. Επρόκειτο για τις πλέον παλαιές και πλούσιες οικογένειες και τα μέλη τους χρησιμοποιούσαν δημόσια τον τίτλο τους. Ήταν οι cittadini, όπως τους αποκαλούσαν· οι πλέον εύποροι και κάτοχοι φέουδων, ολόκληρων περιοχών, οι οποίες συνήθως απέδιδαν σημαντικά έσοδα. Λόγω της οικονομικής ευμάρειάς τους, οι περισσότεροι ήταν εγγράμματοι. Τα ιδρυτικά μέλη του Συμβουλίου τῶν Εὐγενῶν ανήκαν στις επιφανείς και πολυπρόσωπες οικογένειες των Venier, Manuri, Vaschinari, Ducatari, Darmari, Caluci, De Stai, Levuni, Cassimati, Leoncini, Saguano και Mamuna. Οι δώδεκα αυτές οικογένειες αποτελούσαν τους προύχοντες των Κυθήρων και η κοινωνική τους καταξίωση τους επέτρεπε να διατηρούν και να χρησιμοποιούν κληρονομικά σύμβολα, όπως τα οικόσημα. Οι απόγονοί τους διατηρούσαν την αρχοντική τους καταγωγή, η οποία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά. Τα μέλη τους αναλάμβαναν διαδοχικά και με κληρονομικό δικαίωμα τα πολιτικά και τα στρατιωτικά αξιώματα της βενετικής διοίκησης.

Η οικογένεια Κασιμάτη, που ήταν από τις εξέχουσες των Κυθήρων, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπως αναφέρει η μυθολογική της παράδοση.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Κρήτη μαζί με τα Δώδεκα Αρχοντόπουλα, που είχαν πολυάριθμη συνοδεία. Από τον δέκατο τρίτο αιώνα τουλάχιστον εμφανίζεται στη μεγαλόνησο με αρκετά ήδη παρακλάδια· ένας κλάδος της ζούσε στα περίχωρα του Ηρακλείου, άλλος στα Χανιά και τρίτος στο Ρέθυμνο. Από τις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα ωστόσο, κάποια μέλη της, που βεβαιωμένα προέρχονταν από την Κρήτη, παραδίδεται ότι κατοικούσαν στα Κύθηρα, όπου ανέπτυξαν έντονη κοινωνική παρουσία. Οι Κασιμάτηδες είχαν μεταναστεύσει, αφού τους παραχωρήθηκαν προνόμια κι εκτάσεις γης με ταυτόχρονες φορολογικές απαλλαγές. Επεκτάθηκαν πολύ στη νέα τους ιδιαίτερη πατρίδα και, με την πάροδο του χρόνου, συγγένεψαν με αρκετές οικογένειες με ανάλογο κοινωνικό γόητρο. Το φαινόμενο να νυμφεύονται οι ευγενείς άνδρες κοπέλες, οι οποίες δεν ήταν κατώτερές τους κοινωνικά κι ασφαλώς και οικονομικά, ήταν εκείνη την εποχή γενικευμένο. Με τους γάμους που γίνονταν και τις προίκες που άλλαζαν χέρια, τροποποιούνταν οι ιδιοκτησίες των ευγενών. Τον δέκατο έκτο αιώνα, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των Βενετο-τουρκικών πολέμων, μία όμορφη αρχοντοπούλα από την οικογένεια των Venier αγάπησε έναν νέο. Εκείνος πήγε στον πόλεμο μαζί με τους Βενετούς εναντίον των Τούρκων. Αργούσε να γυρίσει και η νεαρή Venier, η οποία προφανώς δεν ήθελε να παντρευτεί κάποιον που της προξένευαν, κλείστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου στο Μανιτοχώρι, στο Κακοπέτρι. Όταν ο νέος γύρισε από τον πόλεμο, την αναζήτησε και τη βρήκε ως μοναχή Μαρία. Τη ρώτησε τι μπορούσε να κάνει για να την ευχαριστήσει και η νεαρή Venier του απάντησε πως ήθελε να κτίσει μιαν εκκλησία κι ένα ησυχαστήριο. Ο νέος, που οι Ενετοί τον είχαν ανταμείψει πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες του, της άφησε μία σακούλα με φλουριά και ξενιτεύτηκε, πικραμένος από τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Η μοναχή Μαρία έκτισε ένα μικρό μοναστήρι, όπου μόνασαν πολλές γυναίκες, κι έζησε εκεί, αφιερώνοντας τη ζωή της στα θεία. Εκεί τάφηκε η ίδια και δύο επίσκοποι Κυθήρων από την οικογένειά της, ο Μακάριος και ο Νεκτάριος. Το μοναστήρι δόθηκε αργότερα ως προίκα στην Ελισάβετ Venier, η οποία παντρεύτηκε στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα τον προοδευτικό ευγενή Εμμανουήλ Καλούτση. Άλλαξε χέρια τότε η μονή κι από την οικογένεια Venier περιήλθε σ’ εκείνην των Καλούτση, η οποία ήταν μία από εκείνες, που είχαν αποτελέσει το Συμβούλιο τῶν Εὐγενῶν.

Σύνδικοι και Εξεταστές της Ανατολής…
… λίγο πριν και λίγο μετά το 1572, ήταν οι Βενετοί Zuanne Gritti και Giulio Garzoni, δύο άνδρες που διορίστηκαν με έκτακτες εξουσίες κι έπαιξαν ρόλο στις βενετοκρατούμενες περιοχές εκείνη την εποχή. Ο δεύτερος μάλιστα, ο Garzoni, ήταν πρόγονος της Μίτσης Πικραμένου, που με βοηθά να θυμηθώ όσα γεγονότα μου διαφεύγουν. Αρκετοί με το ίδιο επίθετο, το Garzoni, διακρίθηκαν τα επόμενα χρόνια στα Επτάνησα και την Κρήτη. Ήταν όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας, η οποία ελληνοποιήθηκε με το επώνυμο Γαρζώνης κι έζησε σε πολλά από τα νησιά της Επτανήσου εκτός από τα Κύθηρα, όπως στη Ζάκυνθο, στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Μία πρώτη αναφορά για τις διαθέσεις των Βενετών απέναντι στις ελληνικές περιοχές τον δέκατο έκτο αιώνα έδωσε ο Giulio Garzoni, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από την Κρήτη. Οι Ενετοί, όπως έλεγε, θεωρούσαν ότι η Κρήτη ήταν η πατρίδα τους, ότι η γλώσσα τους ήταν η ελληνική και τα έθιμά τους τα ντόπια. Όπως αντιλαμβάνεσαι, αυτό ήταν το πρώτο βήμα για τη μεταγενέστερη ελληνοποίηση όχι μόνον των Γαρζώνη, αλλά και πολλών άλλων πρώην κατακτητών των ελληνικών περιοχών. Αυτό που συνέβη, όμως, στους Βενετούς δεν έγινε στους άλλους κυριάρχους της Επτανήσου. Οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι δεν έζησαν για πολύ στα ελληνικά νησιά και δεν διέθεταν τον απαιτούμενο χρόνο να τα γνωρίσουν, να τα σεβαστούν και να τα αγαπήσουν. Οι Βρετανοί ήταν οι μακροβιότεροι κυρίαρχοι, αλλά κι εκείνοι δεν πρόφθασαν να αφομοιωθούν με τον ντόπιο πληθυσμό. Έφταιγαν άραγε οι αυστηρές διαταγές, οι οποίες απαιτούσαν να μην συναναστρέφονται τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών; Εδώ πάντως θα βρεθούμε μπροστά σε μία κατάσταση που εξελίχθηκε άσχημα εξαιτίας κυρίως των σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων.

Αυτή ήταν η ιστορία του έρωτα των γονέων μου, έτσι γεννήθηκα κι εγώ.
Ας έρθουμε, όμως, στις μαρτυρίες, οι οποίες φανερώνουν με ασφάλεια ότι διακρίθηκαν οι πραγματικά στενοί συγγενείς της Ρόζας Κασιμάτη, της μετέπειτα μανούλας μου. Οι ξένοι επικυρίαρχοι συνέχιζαν να προτιμούν τα μέλη των ευγενών οικογενειών για τα διάφορα αξιώματα. Ίσως αυτό να γινόταν επειδή ήταν εγγράμματοι και οι κατακτητές τους γνώριζαν, τους εμπιστεύονταν κι απέδιδαν χάριτες στη δική τους πίστη. Οι έλληνες ευγενείς ουσιαστικά συνεργάζονταν μαζί τους. Αρκετά μέλη της οικογένειας της μανούλας μου έγιναν νοτάριοι μετά τον Εμμανουήλ Κασιμάτη. Κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα νοτάριος υπήρξε ο παπα-Γιώργης Κασιμάτης, παρόλο που ήταν ιερέας· όπως προαναφέρθηκε, οι φέροντες το ιερατικό σχήμα δεν έπρεπε να αναλαμβάνουν τα συγκεκριμένα καθήκοντα. Νοτάριος έγινε και ο Γεώργιος Κασιμάτης. Κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα νοτάριοι υπήρξαν ο Τζώρτζης Κασιμάτης του Δημητρίου (από το 1770 έως το 1789), ο Δημήτριος Κασιμάτης του Αντωνίου (από το 1776 έως το 1808) και ο γιος του -ο παππούς μου- ο Αντώνιος Κασιμάτης του Δημητρίου, από το 1799 έως το 1819. Ο παππούς της μανούλας μου, για παράδειγμα, ο Δημήτριος Κασιμάτης του Αντωνίου, εκτός από νοτάριος, ήταν το 1799 «ἐπιστάτης εἰς τὰ πολιτικά». Εκτελώντας τα καθήκοντά του, παρέδωσε στον νοτάριο Μάρκο Μπελέση του Ιακώβου νέο βιβλίο για την καταχώριση των πράξεων που διενεργούνταν. Ιδού το έγγραφο, που αποδεικνύει κιόλας ότι ο συντάκτης του, ο προπάππος μου, δεν είχε καμία σχέση με την ορθογραφία ή ότι το έγγραφο είχε γραφεί καθ’ υπαγόρευσιν από κάποιον άλλον, άγνωστο σ’ εμάς.
1799, 10 Φεβρουαρίου ἔ.π.
Ἡ πολιτικὴ διείκισις τῆς παρούσις νίσου Κύθηρα, ἡ κιριχθίσα διὰ προσκινιτις προσταγῆς καὶ τὸν δίο βίτζε ἀμιραλίων τὸν ἑνωμένων βασιλικὸν καὶ αυτοκρατορικὸν δυνάμεον προστατευοντον αυτην, θεορούμε ὁτι ὁ ἐν νοταρίεις εὐγενῖς Μάρκος Μπελέσις του Ιακόβου, οσαν να εγεμισεν ὁλον τὸν λύμπρον οποῦ του ιχε δοθή, κιριεβούσις της αριστοκρατίας τὸν ἑνετῶν, δια να φέρνη ῦς αὐτὸν τᾶς πράξις του, δεν ιμπορὶ πλέον νὰ τιρίσι ῦς αὐτον κανένα πράγμα καὶ παρακαλὴ διὰ τοῦτο να τοῦ δοθῆ ἀπὸ τὴν μπαροῦσαν πολιτικὴν δείκισιν νέος ἄλος λύμπρος διὰ τὸ ὅτι ἄλο τοῦ χριαστῆ, κατὰ τὸ ἐθος, να πράξι. Ἀκολοῦθος ὐσακοῦσασα τᾶς αὐτοῦ δεύσις τοῦ παραδίδη, λυπόν, τον μπαρόντα, ὀποῦ συνθετιτε τὸν ἀριθμον φύλα ἑκατὸν ἑνενίντα δίο, Νο 192, ὁλα ιπογεγραμένα απὸ τὸν κανκελάριον τῆς πολιτίας, διὰ νὰ ἰμπορὶ νὰ ἀκολουθὴ ῦς αὐτὸν τὴν νοταρικίν του μὲ ἐκείνιν τὴν πίστιν καὶ ἀκρίβιαν, ὁποῦ ζιτᾶ τὸ απαρέτιτον χρέος τοῦ ἐπανγγελματόστου, ιποχρεόνοντάστον νὰ τὸν παρισιάζι ῦς τὰς διορισμένας καὶ συνιθισμένας διορίας κατα τὸ ἐθος. Οὑτο κλπ.
[Ἐ]κ τῆς ἐπιστασίας ῦς τὰ πολιτικὰ δέκα φευρουαρίου 1799 ε.π.
Δημίτριος Κασιμάτις ἐπιστάτις ῦς τὰ πολιτικά.
Ο προπάππος μου ωστόσο, ο Δημήτριος Κασιμάτης, ως γραμματέας της αυτόνομης πολιτικής διοίκησης των Κυθήρων, έγραψε και μιαν αχρονολόγητη επιστολή προς τους προεστούς και κριτές της νήσου Κυθήρων. Ιδού κι αυτό το έγγραφο, που μας ενημερώνει για αρκετά· ξεκαθαρίζει ότι ο Κασιμάτης ήταν εγγράμματος κι αποκαλύπτει ότι το έγγραφο που δημοσιεύθηκε παραπάνω υπαγορεύθηκε μεν, αλλά δεν ελέγχθηκε. Έγραψε ο Δημήτριος Κασιμάτης:
«[…] Βέβαια, καὶ ἕως ὅτου ἔχουν τὰ μάτια μου νερό, καὶ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου, δὲν θέλω ξεχάσει τὴν ἐλεημοσύνην, εὐσπλαχνίαν, ἀγάπην καὶ συμπάθειαν ὅπου ἐδείξετε τόσον ἡ τιμιότης σας, ὥσπερ καὶ ὅλον τὸ πόπολο εἰς ἐμένα τὸν πτωχὸν φαμελίτη […] Δημήτριο Κασιμάτη καὶ ὁμολογῶ ὅτι […] μὲ τὸ νὰ ἐστάθη πάντοτε ἡ φαμέλια μου ἀπὸ τὸ παλαιὸν (μὲ ντροπήν μου τὸ γράφω) ἡ πλέον ἥσυχη, ἡ πλέον ἀτάραχη, χωρὶς νὰ μετέχει ποτὲ εἰς καμίας λογῆς κάρυκες, ριγγιμέντα, ραζονατίκια, στιμαδορίκια, καπετάνικα καὶ ἄλλα ὀφίκια ὅπου νὰ μεταχειρίζονται ἀδικίες καὶ διάφορα, διὰ τοῦτο καὶ πρὸς τὸ παρὸν σᾶς παρακαλῶ νὰ καλοδεχθεῖτε νὰ σηκώσετε τὸ βάρος τοῦ ὀφφικίου ὅπου […] ἐδιορίσατε τοῦ υἱοῦ μου μὲ τὸ νὰ στοχάζομαι […] νὰ τόν νε μισεύω διὰ νὰ τελειώσει τὶς σπουδές του καὶ διὰ νὰ ἠμπορεῖ νὰ ζήσει […] ἔχοντας ἀπάνω του μερικὴν προκοπήν […].».

Θα αναρωτηθείς βέβαια σε ποιον αναφερόταν ο Δημήτριος Κασιμάτης. Μα στον γιο του, τον Αντώνη, ο οποίος θα γινόταν αργότερα πατέρας της μανούλας μου.
Προερχόταν από τον κλάδο της οικογένειας, που αποκαλούνταν «Λόλης». Ανήκε στους Μεταρρυθμιστές, τη φιλελεύθερη ομάδα των ευγενών, οι οποίοι είχαν αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες από το 1797, όταν τους Βενετούς αντικατέστησαν οι Δημοκρατικοί Γάλλοι. Παρόλο που ήταν πολύ νέος ακόμα, ο Αντώνης Κασιμάτης είχε εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους των ντόπιων με τις κινήσεις του. Στα τέλη του δέκατου όγδοου και τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα του ανατέθηκε ένα σημαντικό αξίωμα. Ανέλαβε τα καθήκοντα του υποπροξένου του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, του μεγαλύτερου και πλουσιότερου από τα ιταλικά κράτη πριν την ενοποίηση της Ιταλίας και σ’ αυτό το αξίωμα αναφερόταν ο πατέρας του. Σώζονται, επομένως, κάποιες ελάχιστες γραπτές πληροφορίες για την οικογένειά μου κι εδώ διευκρινίζω λίγα παραπάνω. Ο αποστολέας της συγκεκριμένης επιστολής, ο Δημήτριος Κασιμάτης, ήταν ο πατέρας του Αντωνίου Κασιμάτη, του παππού μου. Το αχρονολόγητο έγγραφο έχει γραφεί γύρω στο 1800 με 1801 και η ημερομηνία αυτή είναι απολύτως συμβατή με τον διορισμό του παππού μου ως υποπροξένου. Από το περιεχόμενο του εγγράφου, που δημοσιεύεται παραπάνω, συμπεραίνουμε εξάλλου πρόσθετα στοιχεία. Ο Δημήτριος Κασιμάτης δεν ήταν εύπορος. Η οικογένειά του δεν επεδίωκε αναταραχές, ούτε αξιώματα με πλάγια μέσα. Ο γιος του, προφανώς ο Αντώνης που δεν αναφέρεται, σπούδαζε ήδη και με τον διορισμό του θα αποκτούσε τα οικονομικά μέσα για να ολοκληρώσει όσα είχε ήδη αρχίσει. Μην ξεχνάμε ότι στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών υπήρχε η Νάπολη και πώς το πανεπιστήμιό της λειτουργούσε ήδη από τον δέκατο τρίτο αιώνα. Είμαι περίεργος, όμως. Άραγε εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του ο παππούς Αντώνης; Και τι σπούδασε; Πολύ θα ήθελα να έχω απαντήσεις στα ερωτήματά μου, να μάθω περισσότερα για τους κοντινούς προγόνους μου. Το τελευταίο στοιχείο, που προκύπτει από τη δραστηριότητα του Αντώνη Κασιμάτη, είναι η ηλικία του. Ως φοιτητής, το 1800 θα πρέπει να ήταν περίπου στα είκοσι χρόνια του, οπότε όταν γεννήθηκε η μανούλα μου, το 1823, θα ήταν περίπου στα σαράντα με σαράντα πέντε του. Ο παππούς Αντώνης, μετά τις σπουδές του, επέστρεψε μονίμως στα Κύθηρα. Εκτός από τα οικογενειακά εύσημα είχε και τα προσωπικά του, όλοι τον αποκαλούσαν δόκτορα. Τον θεωρούσαν τίμιο ευπατρίδη κι αυτό αποδείχθηκε με τον γάμο του, καθώς νυμφεύθηκε γόνο ευγενούς επίσης οικογένειας. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά εξάλλου, οι γάμοι ήταν λίγο έως πολύ προκαθορισμένοι.

Η νύφη, που στεφανώθηκε τον παππού μου, είχε κι εκείνη αριστοκρατική καταγωγή
Προερχόταν από την οικογένεια του Nicolὸ Darmari, όπως αναφέρεται στο Συμβούλιο τῶν Εὐγενῶν του 1572. Η Αικατερίνη Δαρμάρου, ωστόσο, δεν είχε ως προσόν μόνον την αριστοκρατική της καταγωγή. Ήταν και καλοπροικισμένη, καθώς διέθετε χρυσαφικά, «λαιμούς μαργαριτάρια», ασημικά, ρουχισμό κι ακίνητα. Η ληξιαρχική πράξη γάμου του Αντώνη Κασιμάτη και της Αικατερίνης Δαρμάρου είναι αδιάψευστος μάρτυρας της κοινωνικής θέσης των δύο οικογενειών, στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, το 1806.
1806 Ιουλίου 7 ἔ.π. Ἐστεφανώθη ὁ εὐγενὴς κύριος Ἀντόνιος Κασημάτης τοῦ κυρίου Δημητρίου τὴν εὐγενεστάτην κυρίαν Αἰκατερίνη θιγάτηρ τοῦ κυρίου Ἰωάννη Δαρμάρου, παρὰ τοῦ Πανιερωτάτου καὶ λογιωτάτου κυρίου Ἀνθίμου Ἀρχιεπισκόπου Λεβούνη καὶ ἦτων κουμπάροι ὁ εὐγενὴς Ἰωάννης Μώρμορης, ὁ εὐγενὴς Βαλέρηος Στάης, ὁ ἐξωχώτατος κύριος κώνσωλος Ἐμανουὴλ Μόρμωρης, ὁ λογιώτατος Θεώδωρος Στάθης, ὁ εὐγενὴς Βαλέρηος Μαχαιρηώτης ποτὲ κυρίου Ἰωάννου, ἱ εὐγενεστάτη κυρία Ἐλησάβετ γινὴ τοῦ ἐξωχωτάτου Μανουὴλ κωνσώλου Καλούτζη, ὁ εὐγενὴς Διμήτρηος Ἀλπανάκης ποτὲ Σαράντω, ἡ εὐγενεστάτη κυρήα Μαρινέτα γινὴ τοῦ εὐγενῆ κυρίου Θεωδώρου Στάη καὶ ὁ κύρηος Ἀντόνηος Σανιάνος. Ἰωάννης ἱερεὺς Κασημάτης ἐφημέρηος τοῦ ἄνωθεν ναοῦ βεβαιώνω.
Η Αικατερίνη Δαρμάρου ήταν κόρη του Ιωάννη. Το όνομα της μητέρας της δεν το γνωρίζω, φαίνεται, όμως, ότι προερχόταν από την οικογένεια Tessima, με καταγωγή από τη Μάλτα. Αδελφός της ήταν ο Νικόλαος. Ο τελευταίος εμφανίζεται το 1814 ως συνδρομητής σ’ ένα σημαντικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και σχετιζόταν με την Ιονική Ακαδημία, που λειτουργούσε τότε ακόμα στην Κέρκυρα. Επειδή, μάλιστα, τα ονόματα αρκετών από τους συνδρομητές φέρουν ενδείξεις σπουδών ή αξιώματος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Niccolὸ Darmaro είχε κι εκείνος σπουδάσει. Πάντως, είχε δημιουργήσει οικογένεια και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είχε αποκτήσει τουλάχιστον έναν γιο, που ονομαζόταν Κυριακός Δαρμάρος και στάθηκε κοντά στην εξαδέλφη του, τη Ρόζα Κασιμάτη. Από τον γάμο των δύο νέων, της Αικατερίνης Δαρμάρου και του Αντώνη Κασιμάτη, προέκυψαν τρία παιδιά. Ο Δημητράκης γεννήθηκε το 1808 και πέθανε την ίδια χρονιά. Ακολούθησε ο δεύτερος Δημητράκης το 1819, γιατί, όπως κατάλαβες, ο παππούς Αντώνης ήθελε οπωσδήποτε να αναστήσει το όνομα του πατέρα του. Το στερνοπαίδι τους ήταν η μανούλα μου, η Ρόζα, η οποία γεννήθηκε το 1823. Ήταν μόλις τριών ετών, όμως, όταν, γύρω στο 1826, πέθανε η μητέρα της, η Αικατερίνη. Η Ρόζα δεν καλοκαταλάβαινε ακόμα τι είχε συμβεί. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, το συνειδητοποίησε με τον χειρότερο τρόπο. Με τη λήξη του τριετούς πένθους, που όλοι κρατούσαν αυστηρά τότε, ο Αντώνης Κασιμάτης παντρεύτηκε ξανά. Νύφη ήταν, αυτή τη φορά, η Μαριώ, η θυγατέρα του Κωνσταντίνου Αϊβαλίτου, η οποία γέννησε τις ετεροθαλείς αδελφές της Ρόζας, την Παυλίνα και τη Διαμάντω. Αυτά ήταν τα στοιχεία που έμαθα για τους γονείς της μανούλας μου, οι οποίοι προέρχονταν από δύο από τις δώδεκα οικογένειες του Συμβουλίου τῶν Εὐγενῶν, από τους Κασιμάτη και τους Δαρμάρου. Ο παππούς μου ήταν ο Αντώνης Κασιμάτης και η γιαγιά μου ήταν η Αικατερίνη Δαρμάρου. Ο παππούς και η γιαγιά που ποτέ δεν γνώρισα και, μεταξύ μας, δεν έμαθα και πολλά. Συγγένευα άμεσα, επομένως, με δύο ευγενείς οικογένειες των Κυθήρων, εκείνες των Κασιμάτη και των Δαρμάρου. Συνειδητοποίησα, αρκετά καθυστερημένα είναι η αλήθεια, ότι όταν είσαι αριστοκράτης, οφείλεις να διαλέξεις για σύζυγό σου κάποια με ευγενική επίσης καταγωγή.

Θα παρακολουθήσεις τώρα την ιστορία των προγόνων μου από την πλευρά του πατέρα και θα διαπιστώσεις με ποιον τρόπο διαχειρίστηκα τελικά, αρκετά αργότερα, την ευγενική μου καταγωγή.
Ο ταγματάρχης Charles Bush Hearn ήταν ο πατέρας μου. Ήταν ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, αλλά με ασυνήθιστες, με περίεργες ρίζες. Όπως πολύ αργότερα, στα γεράματά μου, εξήγησα στον γιο μου, τον Kazuo, ο πιο μακρινός γνωστός πρόγονός μου από τη μεριά του πατέρα μου ονομαζόταν Sir Hugh de Heron και ήταν βασιλέας των Τσιγγάνων. Ήταν βαρονέτος και ιδιοκτήτης του Κάστρου Ford στο Northumberland, μια περιοχή στη βορειοανατολική Αγγλία, η οποία συνορεύει με τη Σκωτία. Την αραιοκατοικημένη αυτήν περιοχή είχαν επιλέξει για να ζήσουν κυρίως άτομα απείθαρχα στα κελεύσματα της κεντρικής διοίκησης του Λονδίνου. Έτσι, το Northumberland υπήρξε πολλές φορές το σημείο ισχυρών πολεμικών συγκρούσεων. Πρώτος, ο William Shakespeare εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και τοποθέτησε την πλοκή θεατρικού έργου του εκεί. Ο Walter Scott ωστόσο, που αργότερα έγινε Sir, δημιούργησε μιαν επική ποιητική σύνθεση με ήρωα τον πρόγονό μου, τον Sir Hugh de Heron και τη σύζυγό του. Στο μεγάλο ποίημά του Marmion, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1808, περιγράφονται τα γεγονότα από τις αρχές Αυγούστου έως τις 9 Σεπτεμβρίου του 1513, οπότε έγινε η μάχη στο Flodden, που κατέληξε με τη συντριπτική ήττα των Σκωτσέζων. Το λάβαρο του Hugh de Heron έφερε το οικόσημό του, που ήταν «Ο Ερωδιός, ο οποίος προσπαθεί να φθάσει στην κορυφή». Αυτό ακριβώς το πτηνό με εντυπωσίασε στα μικράτα μου, όταν έμαθα για την ιστορία του, και ήθελα να του μοιάσω.Θα αναρωτηθείς βέβαια πώς το Heron έγινε Hearn. Τσιγγάνικο επίθετο είναι, απαντά σε αρκετά μέρη της Ευρώπης και σημαίνει: «Αυτός που περιπλανιέται, που περιφέρεται, αυτός που καταλήγει εκτός νόμου, ο παράνομος, ίσως κι ο επικηρυγμένος». Η οικογένειά μου στ’ αλήθεια περιπλανήθηκε αρκετά και, από το 1693 τουλάχιστον, βρέθηκε στην Ιρλανδία, όπου τα μέλη της, αρκετά εύπορα πάντοτε, ζούσαν ως αριστοκράτες. Πρώτος διακεκριμένος πρόγονός μας ήταν ο ιερωμένος Daniel Hearn, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1693. Απόφοιτος του Trinity College, στο Δουβλίνο, αναδείχθηκε στην προτεσταντική εκκλησία κι έγινε επίσκοπος. Η οικογένεια Hearn απέκτησε από τότε γερές ρίζες στο ιρλανδικό έδαφος με την ιδιοκτησία Correagh στην κομητεία Westmeath. Η ιδιοκτησία αυτή προσέδωσε και τον τίτλο του κόμητα στον Daniel Hearn. Από εκεί και πέρα, ο πρεσβύτερος στην ηλικία αρσενικός απόγονός του κληρονομούσε τον τίτλο του κόμητα. Δεν ήταν, όμως, η ιερωσύνη ο μοναδικός δεσμός των Hearn με την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αφού ταυτόχρονα προετοίμαζαν στρατιωτικούς σε κάθε γενιά. Ο παππούς του μετέπειτα πατέρα μου, του Charles Hearn, ήταν ένας από τους διασημότερους στρατιωτικούς της εποχής του. Εκείνος και οι οκτώ γιοι του είχαν υπηρετήσει στην Ισπανία κατά τη διάρκεια των ναπολεόντιων πολέμων υπό τον Arthur Wellesley, πρώτο δούκα του Wellington. Ο πατέρας του είχε αναδειχθεί ως διοικητής συντάγματος και ο Charles Hearn ακολούθησε πιστά την οικογενειακή του παράδοση. Ως πρωτότοκος, έφερε τον τίτλο του κόμητα Westmeath της Ιρλανδίας. Η διαφορά ανάμεσα στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου και σ’ εκείνην του πατέρα μου είναι ότι την πρώτη ουδέποτε την αντίκρισα, αλλά στην Ιρλανδία έζησα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Δεν γνώρισα την περιοχή του Westmeath αλλά, εγκατεστημένος στο Δουβλίνο, επισκέφθηκα πολλά σημεία και σε κάποια απ’ αυτά περνούσα τις διακοπές μου, οπότε τα γνώρισα αρκετά.

Αυτό που θα θυμάσαι για εμένα είναι ότι η καταγωγή μου ήταν ευγενική.
Ανατράφηκα ως αριστοκράτης, παρόλο που αργότερα υποχρεώθηκα να παλέψω με νύχια και με δόντια για να επιβιώσω. Έφθασα στο έσχατο σημείο της φτώχειας, αλλά ποτέ δεν ξέχασα από πού προερχόμουνα. Όταν ωρίμασα, όμως, σε αρκετά μεγάλη ηλικία όπως θα δεις, επέλεξα να νυμφευθώ και να δημιουργήσω οικογένεια με μία γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής. Θα μπορούσες να πεις ότι αυτό ήταν το «γραμμένο» μου! Ο κύκλος μου έκλεισε, ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει!

Η Μίτση Σκ. Πικραμένου (mitsipik@yahoo.gr), γεννήθηκε, σπούδασε (διδακτορικό Πανεπιστημίου Αθηνών) και κατοικεί στην Αθήνα. Εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σε έργα υποδομής κυρίως και επιμέλειες (5.000 περίπου τυπωμένες σελίδες). Ερευνήτρια από τη φύση της, γράφει πλέον βιογραφίες όπου παρουσιάζονται νέες πληροφορίες, που δένουν αρμονικά με τα γνωστά στοιχεία και απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Έργα της που κυκλοφορούν είναι οι βιογραφίες των Ίωνα Δραγούμη, Παύλου Μελά, Λουίζας Ριανκούρ και Πηνελόπης Δέλτα (Βιογραφία και Εργογραφία). Επίσης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, η ιστορία του Γλυκυσματοποιείου Παυλίδη κι ένα ερωτηματικό για τη γνωριμία Ελ Γκρέκο με τον μετέπειτα Άγιο Γεράσιμο.