Η ανεξερεύνητη ποίηση του καουμπόη

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Σκληροτράχηλοι, άγριοι, περιπλανώμενοι καταραμένα σχεδόν, σκληρά δουλευτές, μοναχικοί, ελάχιστοι μες στην απεραντοσύνη ερήμων, γιγάντιων φιδίσιων ποταμών και εξανθρώπιζα τεράστιων, παγωμένων βουνών. Τα κοπάδια, τα δέρματα, η μεταφορά μες σε εκτάσεις αχανείς, η επιδεξιότητα των λάσο ως τεχνική επιβίωσης και εργασίας, κακοπληρωμένοι, λαϊκά παιδιά, αυτοί που θεμελίωσαν τον αποικισμό των δυτικών πολιτειών. αμόρφωτοι αλήτες στην καλύτερη, επικίνδυνοι και άρρωστοι στη χειρότερη. Ήταν οι αγράμματοι εισβολείς των ιδιοκτησιών, τα αληταριά, οι άνθρωποι χωρίς ρίζες, που κατέστρεφαν τις αγροτικές σοδειές για να τρέφουν τα κοπάδια τους, που αγαπούσαν τα κορίτσια στα φτηνά σαλούν και όχι τις κυρίες, που δεν πήγαιναν εκκλησία, που κοιμόταν στον χώμα κάτω απ τα άστρα, που βρωμούσαν, που προτιμούσαν τα γελάδια και τα αλόγα από τους ανθρώπους. Ήταν οι εργάτες που κακοπληρώνονταν, όπως συμβαίνει πάντα και όπως θα συμβαίνει πάντα.

Μόνο που ήρθαν κάποτε τα λαϊκά φυλλάδια, οι εκδόσεις με λίξα έξοδα και πολλά έσοδα σαν περιοδικά και πιο μετα το Χόλυγουντ, ο Τζον Γουέιν, ο Κλιντ Ιστγουντ ύστερα και έγιναν οι καουμπόηδες σύμβολο της Αγρίας Δύσης. Αυτή η τελευταία δεν ήταν άγρια γιατί ήταν πολεμοχαρείς οι καουμπόηδες, αλλά γιατί ήταν η ίδια η γη αρχέγονη, με δικά της μυστικά, με άλλα ζώα, ύπουλο καιρό, άγνωστα και δύσβατα μέρη. Και οι καουμπόηδες, που δεν είχαν τόπο ούτε αναφορές, αυτή τη γη είχανε μόνο και τους ατελείωτους ορίζοντες της να γραπωθούνε απάνω της και να αγαπήσουν!

Στο δικό μας καιρό, το σινεμά και η λογοτεχνία βάζουν στις ειλικρινείς τους καταβολές την ποιότητα των καουμπόηδων. Το  «Μυστικό του Μπρόουκμπακ Μάουντεν» σε σκηνοθεσία Ανγκ Λι, που βασίστηκε στο ομότιτλο διήγημα της Αννι Προυλξ, αλλά και το πρόσφατο «Η εξουσία του Σκύλου», στο Netflix, ένα αριστούργημα της Τζέιν Κάμπιον, βασισμένο στο ξεχασμένο μυθιστόρημα του Τόμας Σάβατζ, αμφισβητούν την τοξική αρρενωπότητα των γουέστερν, επανεξετάζοντας, ορθότερα, την αληθινή κληρονομιά του περιθωριακού εργάτη, του καουμπόη. Στην πραγματικότητα, κάποτε τις νύχτες, αυτά τα άπλυτα αγόρια, ντυμένα με τα τζιν και τα δέρματα, γείρω απ την φωτιά, που κρατούσες τα αγρίμια μακριά και έφτιαναν το φαΐ τους -ένα γεύμα τη μέρα και πολύ τους! Φυσικά τραγουδούσαν, τα δικά τους τραγούδια και κάποτε έφτιαξαν τη δική τους θλιμμένη, ερημική, μελαγχολική, αφημένη ποίηση…

Η ποίηση του καουμπόη

Για περισσότερο από έναν αιώνα, οι καουμπόηδες ήταν οι αγνοημένοι θιασώτες της ποίησης, λογοτεχνικού είδους που αφορά σε μια μορφωμένη, κυρίως ελίτ και όχι στους γελαδάρηδες. Κι όμως υπάρχει αυτό που ονομάστηκε «Η ποίηση του καουμπόη», από όταν συναντιόντουσαν στην νυχτερινή τους φωτιά και ο πιο ικανός απ αυτούς, έκανε να πάψουν τα χιουμοριστικά και συνήθως χοντροκομμένα αστεία, ή θρύλοι των περιοχών και οι μεταφυσικές φοβίες, για να ακουστούν και αυτά, μαζί με την μοναξιά, τον φόβο, την απουσία Θεού η την φευγαλέα παρουσία του στα ταπεινά, τα βλέμματα των άπιαστων γυναικών ή την κούραση που χαυνώνει μαζί με τη φύση. Έγιναν σύμβολα του παναμερικανικού ανδρισμού, πρωταγωνιστές του Χόλυγουντ ως φιγούρες, αλλά είχαν και εκείνοι, την συναισθηματική  ανάγκη για δημιουργική διέξοδο, έκφραση και συνάντηση πάνω στις λέξεις της περιπλάνησης, που μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να αντιληφθούν και να μορφώσουν. Η ποίηση τους είναι σε δίστιχα με ομοιοκαταληξία, στυλ, που βαθύτατα έχει επηρεάσει την παράδοση της παλιάς μουσικής κάντρι, μιας και οι καουμπόη ποιητές συνοδεύαν συχνά τα ποιήματα τους με κιθάρα, ή μπάντζο.

Από το 1985, στην απόκοσμη και εντυπωσιακή έρημο της Νεβάδα, διοργανώνεται το  National Cowboy Poetry Gathering ή  Elko Cowboy Poetry Gathering, φέρνοντας ποιητές και αφηγητές καουμπόη από όλη την αμερικανικη ήπειρο, εκεί. Τόσο στην διοργάνωση αυτού του Φεστιβάλ καουμπόικης ποίησης, όσο και στο ίδιο το είδος, βασικό μέλος είναι ο βραβευμένος με Grammy τραγουδιστής και συνθέτης Ντομ Φλίμονς, του οποίου το άλμπουμ, Black Cowboys, θεωρείται το πλέον ενδεικτικό θεματολογίας και αρμονίας της συγκεκριμένης δυτικής λαϊκής μουσικής.

Cowboy Poets: ο εμβληματικός  Κισκάντον και οι Σλιμ Κάιτ, Ουόλι Μακρέι και Γούντι Μίτσελ

Υπάρχει για αυτή την ανεξερεύνητη μορφή τέχνης και ένα ντοκιμαντέρ του 1988, «Cowboy Poets», που ανιχνεύει την ιστορία τους, με τον Μπρους Κισκάντον, τον «βραβευμένο ποιητή καουμπόη της Αμερικής». Ο Κισκάντον διασκέδασε άλλους καουμπόηδες γράφοντας παρωδίες δημοφιλών τραγουδιών και ποιήματα για τα μικρά περιστατικά στο ράντσο που εργαζόταν. Κάποτε άφησε πίσω του τη ζωή των καουμπόηδων, ελπίζοντας να τα καταφέρει στο Χόλυγουντ. Η καριέρα του στον κινηματογράφο δεν απογειώθηκε και έτσι συντηρούσε τον εαυτό του δουλεύοντας σε διάφορα ξενοδοχεία του Χόλυγουντ. Τελικά άρχισε να γραφεί ποιήματά του σε δημοφιλή ημερολόγια πριν αρχίσει να εκδίδει βιβλία.

Κάτοικος στη μεγάλη πόλη, πια, ο Kiskaddon δεν έπαψε ποτέ να αναπολεί την ελευθερία, την σκληρή δουλειά αλλά και την αθωότητα του τρόπου ζωής του καουμπόη. Το ντοκιμαντέρ Cowboy Poets ακολουθεί τρεις γενιές διάσημων λογοτεχνών, τους Σλιμ Κάιτ, Ουόλι Μακρέι και Γούντι Μπίτσελ, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τον Κισκάντον. Ενώ και οι τρεις μπόρεσαν να κάνουν καριέρα με την τέχνη τους, αναπολούν τις παραδόσεις του καουμπόη που αφανίζονται στον σύγχρονο κόσμο.

Η ποίηση του Μπάξτερ Μπλακ

Ο πιο διάσημους σύγχρονος καουμπόη ποιητής είναι ίσως, ο Μπάξτερ Μπλακ, που αν και  γεννήθηκε στο -πιο αστικό δεν έχεις!- Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, μεγάλωσε στο αφημένο και τόσο πέρα απ τον χρόνο Νέο Μεξικό, καβαλώντας ταύρους σε ροντέο. Ο Μπλακ, που είναι τώρα 76 ετών, ζει μια απλή ζωή στην αχανή Αριζόνα ως πραγματικός σύγχρονος καουμπόι, απορρίπτοντας τις ανέσεις της σύγχρονης τεχνολογίας, κάνοντας πράξη της δήλωση του: «παρά όλες τις μηχανογραφημένες, ψηφιοποιημένες, υψηλής τεχνολογίας καινοτομίες του σήμερα, θα υπάρχει πάντα η ανάγκη για έναν καλό καουμπόη». Στην ποίηση του πρωταγωνιστεί η μοναξιά  και η επίγνωση της αιωνιότητας των τόπων που ήταν και θα είναι για πάντα, φαντάσματα καουμπόηδων, ασημένιες γρατσουνιές ψυχών, χορωδίες ανέμων και άμμου, άγριοι καλπασμοί, αισθήσεις για επιδερμίδες καμένες απ τον ήλιο ή παγωμένες σαν κρύσταλλά, αβεβαιότητες για το «αν είμαι» ή το «σχεδόν έχω», πόνο, γυναικεία δάκρυα που προσμένουν να στεγνώσουν, βραδινές βόλτες, προσδοκίες  για φήμη σε ένα ροντέο, μικρά ονόματα που σπανίως αποκτούν δόξα με το επώνυμο τους, το χάσιμο του ανθρώπου σε μια απέραντη, άγρια φύση, που ο ουρανός κάποτε δε χωρίζει απ την γη…