
Ένα κείμενο της Αλεξάνδρας Τσόλκα για τον Δημόσιο Λόγο του Φοίβου Γκικόπουλου, μπήκε στον τιμητικό τόμο της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που επιμελήθηκαν οι Ντίνα Ευαγγέλου και Γιάννης Τσόλκας. Ο ίδιος κατέταξε, με την αίσθηση που του προκάλεσαν διαβάζοντας τα, σε δύο κατηγορίες: η πρώτη περιέχει τα καθαρώς επιστημονικά (φιλολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, τέχνης), υψηλού επιπέδου, ενώ στη δεύτερη καταγράφονται προσωπικά βιώματα, συναισθήματα, κοινές προσδοκίες και, κυρίως, αμέριστη αγάπη προς το πρόσωπό μου. Υπάρχει επίσης και μια μικρή κατηγορία κειμένων που συνδυάζουν το επιστημονικό με το προσωπικό. Αυτό της Αλεξάνδρας ανήκει σαφώς στην δεύτερη κατηγορία και ακουμπά στην αμέριστη αγάπη και τον θαυμασμό:

Ο ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
Ναι! Το ακαδημαϊκό έργο, οι δημοσιεύσεις του, ο τίτλος του π. Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. είναι επιτεύγματα ζωής και διακριτικά για τον κύριο Φοίβο Γκικόπουλο. Και ναι, ένα πλήθος τιμητικών διακρίσεων συνόδευσαν την πορεία του, με κορύφωση της, εκείνη την τιμή, το 1994, από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Oscar Luigi Scalfaro με τον Σταυρό του Τάγματος των Ιπποτών, για τη συμβολή του στη διάδοση της Ιταλικής κουλτούρας στην Ελλάδα και για τις μελέτες του στην Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας και Γλώσσας. Υπάρχει όμως και εκείνη η πλευρά του, του δημόσιου λόγου, της δημόσιας γραφής που απευθύνεται, σήμερα σε ένα ευρύτερο κοινό και φιλοξενείται σε ένα πλήθος από τα σύγχρονα διαδικτυακά μέσα, όπως στο παρελθόν εφημερίδες και περιοδικά. Είναι αξιοσημείωτη λοιπόν και η αναγνωρισμητότητα του και κάποτε η διασημότητα του απ το ευρύ κοινό της χώρας. Χωρίς να έχει επιδιώξει αυτές τις διακρίσεις, εκείνες τον συνάντησαν από νωρίς, σχεδόν έφηβο χάρη σε μια γενναία, ατρόμητη, κάποτε παιχνιδιάρικη, διάθεση επικοινωνίας με το ευρύ κοινό, για φιλοσοφικές έννοιες, λογοτεχνικές θέσεις, κοινωνικές και πολιτικές απόψεις, απλοποιημένη αλλά ποτέ απλουστευμένη.

Πολιτική και κοινωνική συμμετοχή στα νεανικά και φοιτητικά του χρόνια
Η αφετηρία της δημόσιας και πολιτικής του έκφρασης δημόσιου λόγου, έκθεσης και διεκδίκησης, γινεται φανερή από την ηλικία των 20 ετών, όταν σπούδαζε στην Πίζα της Ιταλίας. Είναι 1966 και εκείνος είναι οργανωμένος στην ΕΔΑ Ιταλίας. Μέλος του ΚΚΕ έγινε το 1968, σε ηλικία 22 ετών, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1992. Μετά τη διάσπαση έγινε μέλος του Συνασπισμού και στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ανήκοντας στην Αριστερά, σε εποχές που η ανοιχτή του εκφρασμένη τοποθέτηση συνοδεύονταν από κίνδυνο κοινωνικού παραγκωνισμού, περιθωριοποίηση, επαγγελματικό απομονωτισμό και βέβαια από στέρηση ελευθεριών και φυλάκιση. Όμως για εκείνον, «τα έργα των ανθρώπων και η παρουσία τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι δεν διαγράφονται και τους ακολουθούν πάντα», όπως είχε πει στην ομιλία στο ΑΠΘ, στην εκδήλωση αποχώρησης του, τον Αύγουστο του 2013. «Εδώ βρίσκεται» είχε πει μετά, «η ανάσα της ιστορίας, αυτή η ικανότητά της να μιλά για και προς τον καιρό της – ερευνώντας, καταμαρτυρώντας – αλλά και να πηγαίνει παραπέρα, κάνοντας ανοίγματα στη διάρκεια, προκαλώντας το μέλλον, ευέλικτη σε κάθε είδος ερωτήσεων, ταυτόχρονα όμως σταθερή στην ταυτότητά της». Και τώρα πια με αυτή τη συναίσθηση και συνειδητοποίηση της συνέχεια και όχι της τελείας και παύλας, έκανε πράξη τα πιστεύω του, από τότε που φοιτητής στην Ιταλία μιλούσε σε αμφιθέατρα και με μεγάλες συγκεντρώσεις, ή απειλούταν για να σταματήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής. Στη Ιταλία ζει τη Χούντα το 1967, αλλά και την επανάσταση της φαντασίας και των νέων με τον Παρισινό Μάη του 1968. Έτσι έχει γεννηθεί η εφηβική του σχεδόν διάθεση και η αφοσίωση του για αγάπη, ζωή, πάλη και το πάθος για την πολιτική. Φοράει και εκείνος πράσινο στρατιωτικό τζάκετ -έχει γράψει αργότερα για αυτό! Φοράνε και οι άλλοι νέοι, το πανωφόρι αυτό που γινεται σύμβολο. Ένα σύμβολο κατά του του Βιετνάμ, χρησιμοποιημένο ρούχο από απόμαχους και βαθιά τραυματισμένους για πάντα, που γύριζαν από παράλογους πολέμους, όπως βέβαια εκείνος της Κορέας, του 1952-53, που έστησαν οι Αμερικανοί σε απάντηση στον ψυχρό πόλεμο της εποχής εκείνης και που κόστισε αρκετές ζωές. Ζει τις μηνύσεις από την αστυνομία για απόπειρα εμπρησμού της Saint Gobain κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης συμπαράστασης στους απολυμένους της. Ζει στη Φλωρεντία στις 23 Απρίλη του ’67, τη διαδήλωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, που αμέσως μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, που είχε γίνει, μόλις δυο μέρες πριν. Ζει τις στιγμές, που ο υμνητής της χούντας, ο Κώστας Πλεύρης, οργάνωσε, μαζί με το φασιστικό κόμμα «Κοινωνικό Ιταλικό Κίνημα», εκδήλωση στη Φοιτητική Λέσχη με θέμα: «Η Ελλάδα σήμερα». Τότε για τρεις μέρες και νύχτες φοιτητές, εργάτες, και άλλοι πολίτες, ένωσαν τις δυνάμεις τους και απέτρεψαν την ομιλία του. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων; Η ολοσχερής καταστροφή της κεντρικής αίθουσας της Φοιτητικής Λέσχης. Μα ο Φοίβος δε ξεχνά τη πραγματικά αποτρόπαια συνέπεια εκείνων των τριών ημερών. Ένας νεκρός! Ο Τσέζαρε Παρντίνι! Ήταν 22 χρονών!

Τα φοιτητικά έντυπα
Παράλληλα έγραφε και κυρίως διάβαζε ιταλικά φοιτητικά περιοδικά, πριν ασχοληθεί διεξοδικότερα και επαγγελματικά με την Ιταλική Λογοτεχνία. Θα σημειώσει δεκαετίες αργότερα στο αμερικανικής προέλευσης διαδικτυακό Spotlight post, πως τότε με μόνο εφόδιο τα σχολικά αναγνώσματα μιας άλλης χώρας και κουλτούρας, της Ελλάδας, έπεσε για πρώτη φορά πάνω στους στίχους του Ιταλού Μοντάλε και δεν τους καταλάβαινε, και γι’ αυτό έμεινε με ανοιχτό το στόμα και εντυπωσιάστηκε. Κάπου εκεί εξηγεί σε αναγνώστες που ναι, μεν είναι ανήσυχοι και αν μη τι άλλο μορφωτικά πολυεθνικοί, αλλά ακουμπούν -να τόσο, όσο… – στην άκρη του life style πως «γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή θα ήθελα να μιλήσω, της προ-ερμηνευτικής στιγμής, για εκείνο το δεν καταλαβαίνεις που όμως κεντρίζει τη φαντασία, για εκείνη τη στιγμή όπου ένα νέο γλωσσικό σύμπαν ανοίγεται μπροστά σου σαν μια άγνωστη γη, γεμάτη περιπέτεια και μυστήριο, και από αυτό το γλωσσικό σύμπαν αντιλαμβανόμαστε το νεωτερικό μόνο μέσα από ομάδες λέξεων και επιθέτων που είναι ακόμη εξωπραγματικά και σχεδόν προ-γραμματικής». Έτσι απλά, μέσα απ τα δικά του φοιτητικά χρόνια, σε μια γλυκιά συνάντηση με την σπουδαία ποίηση, στον απόηχο των αγριεμένων φοιτητικών ταραχών και διεκδικήσεων για έναν καλύτερο κόσμο, θα δώσει την μετάφραση του σε ένα υπέροχο ποίημα, το Κόκκαλα Σουπιάς του Εουτζένιο Μοντάλε, σε ένα κοινό, μπορεί άμαθο, αλλά μαγεμένο πλέον:
«Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα:
ένα ρυάκι στραγγαλισμένο που κόχλαζε,
ένα φύλλο στεγνό που ζάρωνε,
ένα άλογο σωριασμένο.
Καλό δε γνώρισα, εκτός από το θαύμα
που αποκαλύπτει τη θεία Αδιαφορία:
ένα άγαλμα μες στη νύστα
του μεσημεριού, και το σύννεφο, και το γεράκι που πετά ψηλά».

Περιοδικά και εφημερίδες για ποίηση, πολιτική και σινεμά
Έχει γράψει για το αγαπημένο του εσωτερικό μελωδικό τοπίο συνάντησης των ανθρώπων την ποίηση, σε περιοδικά και εφημερίδες. Θα ξεχωρίσουμε το «Ποίηση και αναγκαιότητα» στο Περιοδικό Ελίτροχος, το καλοκαίρι του 1997, ή το «Σε τι χρησιμεύει η λογοτεχνία», στο περιοδικό παρατηρητής, την Άνοιξη του 1996. Πολιτική, ποίηση και λογοτεχνία, Ιταλικά γράμματα. Γράφει στις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Αυγή, Το Βήμα, Πρώτη, Ριζοσπάστης, ΕΦΣΥΝ, στα περιοδικά Λογοτεχνικό Παρατηρητήριο, Οδός Πανός, Η Εποχή, Χάρτης, Επτάμισι, Ιδεοκίνηση. Ανοίγεται ο λόγος του στον κόσμο και αγκαλιάζει και τα τρία, με το άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, τον Ιούλιο του 1994, «η πολιτική σκέψη του Τζιάκομο Λεοπάρντι». Μα όλη τη δεκαετία του 90, ο δημόσιος λόγος του εκφράζεται με κείμενα του στα δυο έντυπα που ήδη αναφέραμε, στο περιοδικό Παρατηρητής της Θεσσαλονίκης και στη πανελλήνια εφημερίδα μέγιστης κυκλοφορίας Το Βήμα. Σε ένα αυθαίρετο δικό μας άλμα στο χρόνο, μένοντας, όμως πιστοί στη κατηγορία «εφημερίδες», θα τονίσουμε πως είναι τόσο το εύρος των ενδιαφερόντων αλλά και της ικανότητας προσέγγισης του μεγάλου και όχι εξειδικευμένου ή αυστηρώς ακαδημαϊκού κοινού, που θα ασχοληθεί ακόμη και με το σινεμά, γράφοντας το άρθρο «Γατόπαρδος: νοσταλγία για ένα παρελθόν που ακόμα δεν έσβησε», στην “Εφημερίδα των Συντακτών” τον Ιούλιο του 2022. Ο Λουκίνο Βρίσκονται, η τεχνική του με το σύστημα Τέχνασμα, το σινεμά και η μεθοδολογία του, οι εικόνες – πλάνα, η ιταλική λογοτεχνία και το ομότιτλο -φυσικά, τι άλλο;- μυθιστόρημα του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, η ψυχολογική ανάλυση των κινηματογραφικών ηρώων, η ποίηση των λέξεων του σεναρίου συναντιούνται στην άκρη των δαχτύλων του που γράφουν για να μας αποτελειώσει με έναν οικουμενικό, ψυχογραφικό όλων επίλογο: «… Συνδυάζοντας τη δύση μιας εποχής με την απώλεια της ομορφιάς, ο πρίγκιπας-συγγραφέας δικαιολογεί την αναγκαιότητα της μετάβασης σε μια νέα τάξη πραγμάτων, αναφωνώντας: «αν θέλουμε όλα να μείνουν όπως έχουν, θα πρέπει ν’ αλλάξουμε τα πάντα»… Θα μπορούσε να είναι το μανιφέστο του ίδιου του δημόσιου λόγου μέσα από τις δεκαετιες του, του Φοίβου Γκικόπουλου.

Ραδιόφωνο και τηλεόραση
Μικρά κείμενα άριστου λόγου και θεματολογίας γράφει και εκφωνεί σε εκπομπές του για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Ράδιο Παρατηρητής, FM 100, 904 Αριστερά στα FM, αλλά και για τους τηλεοπτικούς σταθμούς TV 100 και ET3. Εύγλωττή η λαϊκά εκφρασμένη σοφία τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι θα μπορούσε να επιστρατευτεί εδώ, μιας και ένας αφοσιωμένος διανοητής, ένα στοχαστής, ένα ταγμένος ακαδημαϊκός, με τα ποιητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του Γκικοπουλου, δεν έχει συγγένεια με τον βοή, τον θόρυβο, τον φτηνό εντυπωσιασμό των διονυσιακών συγκεκριμένων ΜΜΕ. Κι όμως! Ο φιλολογικός και κοινωνικός προβληματισμός του δεν κάθεται σε έδρα, ατενίζοντας από ψηλά την κοινωνία, την εποχή, τους ανθρώπους, αλλά γινεται μέρος τους και ένα φως σε ομιχλώδη τοπία. Γιατί τόσο ο λόγος του, όσο και ο ίδιος ανήκουν στο λαό και προέρχονται από αυτόν. Δεν σνομπάρει, δεν υποτιμά, δεν απαξιώνει την ικανότητα των πολλών να αντιληφθούν εκείνα που θα δώσουν πραγματική ψυχαγωγία και θα ψηλώσουν το νου τους. Μέσα από ραδιόφωνα και τηλεόραση δίνει και παίρνει, με αμεσότητα και ταχύτητα και ανταπόκριση εκείνα για τα οποία κοπίασε και κατέκτησε και θεωρεί θεμελιώδη για την ύπαρξη. Και ναι, το κοινό τα μεταλαμβάνει με εκτίμηση, κατανοώντας πως η λογοτεχνία, η ποίηση, η φιλοσοφία, η υψηλή τέχνη της πολιτικής μπορούν να είναι διασκεδαστικά θέματα και ψυχαγωγικά και παρηγορητικά για τις ψυχές ημών. Και εκείνος, ο αφοσιωμένος στη λογοτεχνία, ποίηση, τον πολιτισμό, είναι μέρος του λαού και όχι ένα αποστασιοποιημένος κλεισμένος σε τοίχοι από γυαλί, λόγιες φυγές, αλλά με επίγνωση της κοινωνίας του γύρω μπορεί να αναπτύσσει και να παίρνει θέση «Requiem… Για τον Ζακ…». Τον Ζακ Κωστόπουλο φυσικά. «… Η εξουσία της είναι πολύ πλατιά» καρφώνει με τις λέξεις του, «και δεν είναι ανάλογη με την αίσθηση υπευθυνότητας. Εκεί που τα γεγονότα υποβαθμίζονται σε πληροφορίες και οι πληροφορίες σε γεγονότα (όπου τα γεγονότα είναι, σε τελευταία ανάλυση, οι ίδιες οι πληροφορίες) είναι δύσκολο να διακρίνεις ανάμεσα σε δολοφονίες που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ειδήσεις και ειδήσεις που είναι προαποφασισμένες δολοφονίες. Οι τελευταίες αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις, μας δείχνουν πως σ’ έναν τέτοιο κόσμο, μπορείς να πληροφορείς για να σκοτώνεις και ίσως να σκοτώνεις για να πληροφορείς. Ο θάνατος σε πρώτο πλάνο, σε απευθείας μετάδοση, από τους παραγωγούς και τους εμπόρους του, στο καταναλωτικό κοινό». Ο στοχαστής, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος γινεται μέρος του πιο βασανισμένου, του πλέον πληγωμένου, του αδικημένου κομματιού μιας κοινωνίας που κατατρύχεται από εσωτερικούς, ανάλγητους δήμιους. Και υπόδειγμα! Αυτοί οι διανοούμενοι που ταιριάζουν σε χαραυγές ανθρωπιάς. Και ακόμη και το κοινό του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, το αντιλαμβάνεται, το μετρά, το εκτιμά! Πλην όμως και φευ, δεν έχουμε πολλούς Φοίβους! Που επιμένει αντιθετικά σε κάθε pro forma. Και έτσι μπορεί να αναλύει: «είχε τύχη, αλλά καμιά πρακτική επίπτωση, μια σκληρή άποψη του Μπενεντέττο Κρότσε: αν κάποιος εξακολουθεί να γράφει ποιήματα ακόμη και μετά την εφηβεία, ή είναι ένας αυθεντικός ποιητής ή είναι ένας κρετίνος. Σκληρή άποψη, αλλά καθόλου πειστική. Εξάλλου δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις τον αυθεντικό ποιητή από τον κρετίνο∙ ακόμη και ο Κρότσε, αξιολογώντας τους ποιητές, υπέπεσε σε αστοχίες. Αν θέλουμε να ανταλλάξουμε την σκληρότητα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, όσο πιο μεγάλος ήταν ο ποιητής, τόσο λιγότερο τον καταλάβαινε ο Κρότσε (είναι γνωστές οι περιπτώσεις του Δάντη, του Μαντζόνι, του Λεοπάρντι): ο φιλόσοφος δεν είχε το γούστο του άλλου μεγάλου ιστορικού της Ιταλικής Λογοτεχνίας Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις. Τελικά, αναρωτιέμαι αν είναι σωστό να αποδώσουμε γενικά στην ποίηση μια προνομιακή αγιότητα. Αν ο Τσόρτσιλ πήγαινε στην λίμνη του Κόμο για να ζωγραφίσει ακουαρέλες, αν ο Χίτλερ, όταν ήταν ο κυρίαρχος ηγέτης της Γερμανίας, ζωγράφιζε κανέναν πίνακα, κανείς δεν εύρισκε κατακριτέες αυτές τις ευχάριστες επιλογές τους∙ αν κάποιος σιγοτραγουδά ναπολιτάνικα τραγούδια ή εκείνα που κέρδισαν την Eurovision, κανείς δεν θα τον χλευάσει γι’ αυτό∙ και όχι όλοι εκείνοι που αγαπούν αυτά τα μουσικά προϊόντα, θα τα αντάλλασσαν με τις μουσικές του Βιβάλντι ή του Μπετόβεν. Τότε γιατί μας εκπλήσσει αν κάποιος, ακόμη και μετά την εφηβεία, εξακολουθεί να γράφει στίχους ή για χόμπι ή για να δώσει μια σταθερή φόρμα στο μίγμα των συναισθημάτων του ή, έστω, για να εξομολογηθεί; Εξάλλου, η ποίηση δεν είναι ένα θείο όραμα, αλλά μια τέχνη όπως όλες οι άλλες». Μπορεί όμως να στέκεται με την ίδια ποιότητα, λίγο παιχνιδιάρικά και εξίσου αποδημητικά και σε άλλα θέματα, όπως στη κεντρικότητα μιας λέξης, όπως το «γαμήσι»! Λέει «ξέρω ότι το «γαμήσι» είναι μια χυδαία λέξη, που δεν μου αρέσει και που προσπαθώ να την αποφεύγω όταν μιλώ, κι ακόμη περισσότερο όταν γράφω. Αλλά ποια άλλη λέξη θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να εκφράσω το ίδιο πράγμα; Εκείνη που χρησιμοποιεί ο Δάντης και ο Αριόστο είναι μάλλον ωμή, ένας επιστημονικός όρος θα ήταν εκτός θέματος, και η λέξη «συνουσία» είναι πολύ καθωσπρέπει. Έτσι εξ ανάγκης επιλέγω -και την βάζω σε εισαγωγικά- τη λέξη που όλοι, και όλα τα παιδιά όπως εσύ, τη χρησιμοποιούν καθημερινά χωρίς πρόβλημα. Είναι, εξάλλου, η χρήση που την έκανε φυσιολογική». Και αφού μας «σοκάρει» -βάζουμε και εμείς εισαγωγικά, για τους ίδιους λόγους με εκείνον, ακριβώς!- κάνει τέτοια δαντελωτή κατάληξη σε εκείνο που τον αφορά που θα θέλαμε να το χειροκροτήσουμε όρθιοι αν ήταν σε θέατρο, τέχνη που του ξέφυγε και δεν άσκησε: «… θα μπορούσα να γράψω ένα δοκίμιο για να περιγράψω την εξέλιξη ξεκινώντας από το γαμήσι του Ντ’Ανούντσιο, βάζοντας σε πρώτη θέση την αποκαλυπτική δράση στο «Η ηδονή» (1889), και να συνεχίσω με το γεροντικό γαμήσι του Σβέβο στο «Μια ζωή» (1893). Θα μπορούσα να συνεχίσω με το εκπαιδευτικό γαμήσι του Βιττορίνι στο «Κόκκινο γαρίφαλο» (1948) και να φτάσω στην Αντίσταση και στο «Μια προσωπική υπόθεση» (1963) του Φενόλιο. Θα συνέχιζα την περιήγηση με τους Αδιάφορους (1929) του Μοράβια, τα Γράμματα από το Κάπρι (1954) του Σολντάτι, μέχρι το Ημερολόγιο (1935-1950) του Παβέζε. Ένα βίαιο γαμήσι είναι εκείνο του Παζολίνι, του οραματιστή Παζολίνι, στο Πετρέλαιο (1992), και το υπαρξιακό γαμήσι του Κασσόλα στο Το κορίτσι του Μπούμπε (1960). Με τους συγγραφείς της νέας γενιάς το «γαμήσι» μπαίνει σε κρίση, εμφανιζόμενο εδώ κι εκεί σποραδικά ή αδιάφορα και, τελικά, ακολουθώντας τους καιρούς, χάνει τη σπουδαιότητά του ακόμη και χλευάζεται. Θα τέλειωνα αυτή την σύντομη περιήγηση με ένα ερώτημα που, για την ώρα, δεν έχει απάντηση: Τι θα γίνει το σύγχρονο ιταλικό μυθιστόρημα χωρίς το γαμήσι; Ποιες προοπτικές του απομένουν;»… Ε! μα αν δεν υπήρχε ο Φοίβος Γκικόπουλος, ίσως θα έπρεπε να τον εφεύρουμε!

Αρθρογραφία και share στο διαδίκτυο
Συναντά και είναι πρωτεργάτης και ένθερμος υποστηρικτής των διαδικτυακών εντύπων και της ελευθερίας λόγους που προσφέρουν, υποστηρίζοντας με άρθρα του τα biblionet, aRTInews, Spotlightpost, stagona4u, solon.org. Τα κείμενα του, αποκτούν δική τους ανεξάρτητη πορεία και γνωρίζουν αναδημοσιεύσεις σε άλλους ιστιότοπους, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να καταργεί η συνεργασία του και για ποιους γράφει μιας και φαίνεται να γίνονται μάλλον ανάρπαστα. Και πως αλλιώς; Τα θέματα που καταπιάνεται ο Φοίβος Γκικόπουλου μπορούν να αναφέρονται από τη διαδρομή από τη «Θεία κωμωδία» στον «Επιθεωρητή Μονταλμπάνο», έως τον Κεν Λόουτς με τον “Ντάνιελ Μπλέηκ”, στον «μεταξωτό άνθρωπο» και τη σχέση του με τον Γιώργο Νταλάρα ή το σώμα και τον χώρο που κατέχει στην κάθε του έκφραση. Γράφει για την τηλεόραση, για την ψεύτικη αφθονία που παρουσιάζει η ροή εκπομπών και διαφημιστών, α εύκολα, δύσκολα της δημοσιογραφικής γλώσσας και την επικοινωνία του τίποτα, την Θεσσαλονίκη της ψυχής μας ως Αθηναίος μέτοικος, πάντα για την Αγιότητα της Ποίησης, αλλά και γιατί είναι τελικά ο ποιητής υποκριτής; Γράφει για τη μάσκα και το προσωπείο των νεοελλήνων, τον Οργουελ, τον κομουνισμό και την κοινή λογική, την ισχύ ή μη της παράδοσης και την σύγχρονη εποχή. Γράφει για Έρωτα, Συναίσθημα, Ένστικτο, κάνοντας αναφορά στον Καμασούτρα, ή στο Ars amatoria του Οβίδιου, ή στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου αναφέροντας πως «υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην αγάπη ως κτητική ανάγκη και την αγάπη ως ανάγκη αφοσίωσης: εγώ είμαι δικός σου κι εσύ είσαι δική μου. Είναι αντιφάσεις που επιλύονται μέσα από τη ζωή∙ ή, ακριβέστερα, η ζωή είναι γεμάτη από δυσεπίλυτες αντιφάσεις. Ο έρωτας ως συναίσθημα και ως ένστικτο είναι, αν δεν κάνω λάθος, η ζωντανή δύναμη που αντιστέκεται καλύτερα στον, κατά Βέμπερ, ορθολογισμό της ζωής, που έχει εισβάλλει ορμητικά στην εποχή μας. Θα αντέξει για πολύ; Ειλικρινά εύχομαι ν’ αντέξει». Γράφει για την «Ιστορία, αυτή την πολύτιμη διασκεδαστική αρένα» και τις ιστορίες, ξεκαθαρίζοντας τη θέση του: «για μας δεν υπάρχει αυθεντική ιστορία που δεν είναι και ηθική ιστορία». Γράφει για το στιλ λογοτεχνία, παρακαλώ! Το κάνει απλά, κατανοητά, σα σε κουβέντα με ένα καφεδάκι μυρωδάτο, μεταξύ φίλων, δίνει την ανάγκη για αρμονία και ενότητα σκέψης, που αποτελούν την κεντρική ιδέα κάθε πλευράς του κειμένου, με αναφορές στον Ζορζ-Λουί Μπουφόν, τον Ιταλό Καλβίνο, τον Ρολάν Μπαρτ, τον εκλεπτυσμένο κινέζο ποιητή του 4ου αιώνα Τσι Λου, αλλά και τον περιπλανώμενο, αλκοολικό, άστεγο και αλήτη, λαβωμένο και προκλητικό Τσαρλς Μπουκόβσκι. Αν όλοι όσοι είτε για βιοπορισμό, είτε γιατί δεν μπορούμε να αντέξουμε άνευ γραφής, θέλουμε μια εμπεριστατωμένη σπουδή για το γράψιμο, αυτό το κείμενο του Φοίβου Γκικόπουλου θα πρεπει να είναι το λογοτεχνικό Πάτερ Ημών μας. Συνομιλεί με νέους φίλους. Δεν είναι διδακτικός, ούτε αποστασιοποιημένος σε ένα βάθρο αυθεντίας, που θα δικαιούταν λόγω της επαγγελματικής του τεράστιας πορείας. Γράφει για τα πάντα, λοιπόν, απλά, σύντομα, σχεδόν σαμπανιζέ ανάλαφρα, την ουσία των μεγαλύτερών θεμάτων της ύπαρξης, της τέχνης, της ανθρωπότητας, των φόβων, της ζωής της ίδιας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής απελευθέρωσης και εξέλιξης, της αισθητικής, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της ωραιότητας βρίσκουν σωσίβια στις λέξεις του και επιπλέουν σε ωκεανούς πληροφοριών για να βρουν στόχο στις ψυχές των πολλών. Εκείνων που αντιλαμβάνονται την αυθεντικότητα, την ποιότητα, την απλότητα και τη γενναιοδωρία του στο να μοιράζεται τη γνώση. Φτιάχνοντας μικρής έκτασης αριστοτεχνικά κείμενα, σα δυτικά χάι κούι, που περάσαν Αναγέννηση -συγχωρείστε μας τον εντελώς ανακριβή παραλογισμό, αλλά ψαχνόμαστε και εμείς με τις λέξεις μας, από το υστέρημα μας!- και μην υποτιμώντας στιγμή την νοημοσύνη των αναγνωστών του, αλλά τοποθετώντας τους σε μια φιλική συνομιλία ισοτίμων, περνάει και το πιο πολύπλοκο διανόημα, τον πιο περίπλοκο στοχασμό ως κάτι απολαυστικό και απλό και ουσιαστικά δημοκρατικά, πανανθρώπινο. Πολύχρωμες πεταλούδες οι ιδέες που φτερουγίζουν πάνω από πληκτρολόγια και οθόνες ληπτών.

Σινεμά και ένας άλλος λόγος: η εμβληματική του πρωταγωνιστική εμφάνιση στο «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»
Ήταν ο οριακός Νοέμβριος του 1980, που η εμβληματική ταινία του Νίκου Τζίμα “Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”, για τις τελευταίες μέρες του Νίκου Μπελογιάννη, προβλήθηκε, με το κοινό να κάνει ουρές στις εισόδους των κινηματογράφων και έσπασε τα ταμεία πουλώντας περισσότερα από 2 εκατομμύρια εισιτήρια. Η ταινία αναμετριέται με την ίδια την Ιστορία και εγκαινιάζει μια νέα εποχή, εκείνη της εθνικής συμφιλίωσης, με τις εθνικές πληγές να ζητούν επούλωση και τα βασανιστικά, ελληνικά και προσωπικά τραύματα, γιατρειά. Πρωταγωνιστεί ως ιδανικός οραματιστής, ιδεολόγος, επαναστάτης, τρυφερός, ευγενής, ευαίσθητος, ανθρώπινος Νίκος Μπελογιάννης, ο Φοίβος Γκικόπουλος! Τον ρόλο του Μπελογιάννη στην ταινία ήταν να τον παίξει ο Ιταλός ηθοποιός Τζιάν Μαρία Βολοντέ με τον οποίο ο σκηνοθέτης είχε, ήδη, υπογράψει συμβόλαιο και έψαχνε έναν μεταφραστή για τα Ιταλικά, κυρίως για το κομμάτι της απολογίας, που ήταν το βασικό τμήμα της ταινίας. Ο Τζίμας απευθύνθηκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο, απ΄ όπου τον παρέπεμψαν στον Φοίβο Γκικόπουλο, που τότε, δίδασκε και στο μεταφραστικό τμήμα του Ιταλικού Ινστιτούτου. Όταν συναντήθηκαν για τα κείμενα ο σκηνοθέτης βλέποντας την ομοιότητα στη μορφή, διαπίστωσε πως «Α ρε γαμώτο, να σε είχα συναντήσει νωρίτερα! Ποιος Βολοντέ και ξέρω εγώ! Εσύ θα ήσουν ο Μπελογιάννης». Η συνεργασία προχωρούσε, όταν ένα ο Τζίμας τηλεφωνεί στον Γκικόπουλο από τη Ρώμη και μην αφήνοντας κανένα περιθώριο αντιρρήσεων του ανακοινώνει πως ο Βολοντέ έσπασε το συμβόλαιο γιατί αρρώστησε, πως επέστρεφε την επόμενη στην Ελλάδα και πως αρχίζουν τα γυρίσματα με τον Φοίβο στο ρόλο του Νίκου Μπελογιάννη. Ήδη η μισή ταινία είχε ολοκληρωθεί και έλειπαν μόνο οι σκηνές του εμβληματικού Έλληνα αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών, του ηγετικού στέλεχος του ΚΚΕ και ηρωικού στελέχους του Δημοκρατικού Στρατού. Και έτσι, γίνεται ηθοποιός, για πρώτη και τελευταία φορά, θεωρώντας τον ρόλο του χρέος στην κοινωνία, στην Αριστερά, στην μορφή του Νίκου Μπελογιάννη και όχι από προσωπική φιλοδοξία, κρυφό ναρκισσισμό ή επειδή έτυχε. Άλλωστε, ο Τζίμας δεν τον άφησε να οργανώσει επιχειρηματολογία άρνησης, αλλά τον έβαλε σχεδόν απέναντι στα κινηματογραφικά σετ, απέναντι από τις κάμερες. Ο σκηνοθέτης Νίκος Τζίμας, είχε γράψει και το σενάριο, μαζί με τον δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας, Πότη Παρασκευόπουλο και ήθελε μεγάλη ακρίβεια για το πρόσωπο του Νίκου Μπελογιάννη. Μέχρι να ενθουσιαστεί με τον Φοίβο δεν ικανοποιούταν μετα από δεκάδες δοκιμαστικά με καταξιωμένους ηθοποιούς. Πράγματι η κινηματογραφική ιστορία θα καταγράψει ως «ιδανικό» Μπελογιάννη τον Φοίβο Γκικόπουλο, ήδη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, που θα βρεθεί στο επίκεντρο θρυλικής, πλέον, ταινίας μαζί με όλους τους σημαντικούς της ελληνικής υποκριτικής της εποχής, όπως οι Μάνος Κατράκης, Αλέκος Αλεξανδράκης, Στέφανος Στρατηγός, Πέτρος Φυσσούν, Σπύρος Καλογήρου, Ανέστης Βλάχος, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κώστας Καζάκος, Αιμιλία Υψηλάντη, Βαγγέλης Καζάν, Χρήστος Κολοβός, Κώστας Αρζόγλου, Αντώνης Αντωνίου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Θρυλική εκτός από την ίδια την ταινία είναι και η μουσική που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης, με ερμηνείες από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τη χορωδία Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ταινία απέσπασε βραβείο στο 21ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την Ένωση Κριτών Κινηματογράφου Αθηνών αλλά κι από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας. Η ταινία προτάθηκε να συμμετάσχει στα βραβεία Όσκαρ για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, η οποία όμως, τελικά, δεν έγινε δεχτή για εύγλωττους και περιττούς προς ανάπτυξη λόγους. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ο Φοίβος Γκικόπουλος έγινε ηθοποιός, κάνοντας δυο τουλάχιστον γενιές, μιας και η ταινία επανακυκλοφόρησε το 2009, να ταυτίσουν την εικόνα του με εκείνη του μάρτυρα της ελευθερίας. Είναι, βέβαια εντυπωσιακή η ομοιότητα στην ευγένεια της μορφής, το ύψος, τα βλέμματα, αλλά και στα κοινά ενδιαφέροντα των δυο ανδρών με τις χρονικές τους διαφορές. Και ο Νίκος Μπελογιάννης ενδιαφέρονταν για την Λογοτεχνία. Όταν θα ελευθερώνονταν η Ελλάδα θα έγραφε την Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας -δεν πρόλαβε! Έχουν βρεθεί μάλιστα τα προσχέδια του και τα πρώτα κεφάλαια που είχε γράψει σε συνθήκες απομόνωσής στις φυλακές της Κέρκυρας, για το έργο που ονειρευόταν να ολοκληρώσει. Και οι δυο εντάχθηκαν στην Αριστερά αλλά ως φωτισμένα, ανοιχτά πνεύματα. Και οι δυο έχουν κοινή την αφοσίωση στο γράψιμο. Ο Νίκος Μπελογιάννης, μέσα από μια ζωή θυελλώδη, από μάχες, αγώνες, διώξεις, δίκες, καταδίκες, ρήξεις, γράφει ένα βιβλίο για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην ‘Ελλάδα για να επιβεβαιώσει, στο πεδίο της οικονομίας και στη συνάφειά της με την κοινωνία και την πολιτική. Για εκείνον ο ανολοκλήρωτος αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, η αρπακτικότητα της “αστικοκοτζαμπάσικης ” συμμαχίας, οι δεσμοί εξάρτησης και υποταγής στον ξένο παράγοντα με εγγυητή τους τη μοναρχία και με ιδεολογικά επικαλύμματα όπως τη Μεγάλη Ιδέα, το ψεύτικο επιβεβλημένο θεώρημα της φτώχειας ως χαρακτηριστικού της ελληνικής πραγματικότητας, ήταν οι ένοχοι για την ψεύτικη ανεξαρτησία, την οικονομική καχεξία, τη δυστυχία του λαού. Η υλικότητα της οικονομίας, και μάλιστα το μέρος που σχετίζεται με το δανεισμό και τη διαχείριση των σχετικών πόρων, γίνονται το επίκεντρο της κριτικής του Μπελογιάννη και το κυρίαρχο ξένο κεφάλαιο διαπλέκει συνεχόμενες συνωμοσίες και δολοπλοκίες εις βάρος του λαού. Σε συνέντευξη του, κάποιες δεκαετίες αργότερα από τα γυρίσματα της ταινίας ο Φοίβος Γκικόπουλος έχει τις ίδιες απόψεις με τον Μπελογιάννη. Με αφορμή κάποια επέτειο της προβολής του κινηματογραφικού έργου λέει πως «Η ταινία ήταν το αποτύπωμα μιας ιστορικής στιγμής και είχε σκοπό, από τη μια, να αφυπνίσει συνειδήσεις και μνήμες σε όσους έζησαν από κοντά τα γεγονότα εκείνα και από την άλλη να μεταφέρει σε όσους δεν τα έζησαν το κλίμα της εποχής και το ρόλο που έπαιξαν οι «προστάτες» μας. Και εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι, δυστυχώς, η νέα γενιά δεν γνωρίζει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ή την γνωρίζει μέσα από συγκεκριμένες επιλογές της άρχουσας τάξης που δεν έχει καμιά διάθεση να δει τα αληθινά γεγονότα αντικειμενικά». Όπως και να χει Γκικόπουλος – Μπελογιάννης ταυτίζονται στη λαϊκή συνείδηση, ενώ η εγχώρια και όχι μόνο κριτική κινηματογράφου εγκωμιάζει την ταινία και την υποκριτική του Φοίβου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τι γράφει το IMDb: « This is an excellent film, political and well crafted, concerning a crucial time in modern Greek history, the post-Civil War era and the intrusive US presence in the political life of Greece» και για τον Φοίβο πως «the acting is controlled and not excessive as is usual in Greek films”! Από τους δε επικριτές της ταινίας και δη τους πρόσφατους, ξεχωρίζουμε τη σημείωση του Γιάννη Πεντσερετζίδη, πως «οι ερμηνείες είναι – οι περισσότερες – πολύ χαμηλού επιπέδου, διασώζεται ο Μάνος Κατράκης ως Πλαστήρας και σε μεγάλο βαθμό ο πρωταγωνιστής Φοίβος Γκικόπουλος».

Το δημόσιο πρότυπο «Φοίβος Γκικόπουλος» ως οργανικός διανοούμενος
Η επιτυχία της ταινίας, η ερμηνεία του πρωταγωνιστή της και ο πολιτικός αντίκτυπος της τόσο εντός, όσο και εκτός χώρας κάνουν το πρόσωπο του Πανεπιστημιακού Καθηγητή, του ακαδημαϊκού οικείο και κοντινό στο ευρύ κοινό. Τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν είναι σοφοί που συνομιλούν μεταξύ τους, ως αυθεντίες και μεταλαμπαδεύουν γνώση στον αδαή, ακόμη, αλλά φιλομαθή φοιτητικό νεαρόκοσμο. Δεν είναι αποκομμένοι διανοούμενοι που έχοντας υπαχθεί στο οικονομικό υποσύστημα, μετασχηματίζονται σε αρίστους επιμέρους γνώστες της σύγχρονης τεχνοκρατικής διαδικασίας. Δεν αναφέρονται αυστηρώς, στο επιστημονικό έργο και κατά συνέπεια στην επιστημολογική ταυτότητα τους ως επιστήμονες. Ο Φοίβος Γκικόπουλος παίρνει θέση στην Ιστορία, την Πολιτική, την Κοινωνία και εκτίθεται ακόμη και πεδία που δεν είναι η ανθρώπινη επαγγελματική επιλογή του. Με τα κείμενα του, δε σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα, τηλεόραση, αρθρώνει έναν οικουμενικό και καθολικό λόγο και μέσα απ την επιστημονική του γνώση του φωτίζει, ερευνά, μελετά, καταδεικνύει τις ανάγκες, τις αναζητήσεις και τους προσανατολισμούς της κοινωνίας, ως κύριο και μέγιστο του ζητούμενο. Και επειδή δεν είναι για μεγάλο διάστημα ενταγμένος σε κάποιο κόμμα, ο Φοίβος Γκικόπουλος, δεν νιώθει υποχρέωση του να υπηρετήσει καμία θέση, κρατώντας στάση που περισσότερο, αν και κόντρα στην εποχή, στον «οργανικό διανοούμενο», όπως τον όριζε ο Αντόνιο Γκράμσι, ένα δημιουργικό νου, ο οποίος εντός μιας ιδεολογίας αριστερής, αλλά όχι ως φερέφωνο, που δημιουργεί πολιτικές ιδέες. Ο ίδιος στο άρθρο του «Τα κόμματα και οι διανοούμενοι» στην efsyn τον Φεβρουάριο του 2018, σημειώνει: «… Τελικά, αν είναι γελοία η απαίτηση των διανοουμένων να καθοδηγήσουν την πολιτική, είναι εξίσου αληθές ότι η πολιτική ζωή των κομμάτων δεν αφομοιώνει ούτε ελέγχει ούτε αφουγκράζεται τη ζωή της κοινωνίας: αν η απαίτηση υπάρχει, σημαίνει ότι, πέρα από την έπαρση των διανοουμένων, υπάρχει ακόμη και μια έπαρση των πολιτικών. Η κοινωνική σφαίρα, που διαφεύγει από την πολιτική των κομμάτων, είναι τώρα ευρύτατη, σύμφωνα και με τις καταστάσεις. Σ’ αυτή τη σφαίρα ο ανένταχτος διανοούμενος μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία και να την οδηγήσει ακόμη, χωρίς αλαζονεία, χωρίς να φουσκώσει ανόητα τη λειτουργία του και τις δυνάμεις του, μια πολιτική πράξη πιο σωστή, πιο ζωντανή, πιο αποτελεσματική από εκείνη που θα είχε στον χώρο ενός κόμματος. Μ’ αυτή την έννοια και μέσα σ’ αυτά τα όρια, η αποχή από την ενεργό πολιτική μπορεί να γίνει αποδεκτή, και σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και αναγκαία». Θα συνεχίσει να εκθέτει την άποψη, επανερχόμενος από άλλη αφετηρία , με τον δικό του μοναδικό τρόπο γραφής, πέρα από την ίδια του την στάση ζωής, δηλαδή. «Το όπιο των διανοουμένων» γράφει στην έντυπη έκδοση, πάλι της EfSyn, τον Ιούλιο του 2022: «Το γνωστό σύνθημα για τη θρησκεία ως το όπιο των λαών σήμερα βρίσκεται κάπως στο περιθώριο: αυτό κουβαλούσε μια δόση διαφωτισμού, ουτοπίας, διανοουμενίστικης άποψης, όλα τάσεις που η ιστορική εμπειρία αλλοίωσε, αν όχι διέλυσε∙ αλλά, βέβαια, η παρακμή απειλεί ακόμη και το χάσιμο ενός δίκαιου πυρήνα εκείνου του συνθήματος και περιλαμβάνεται σε ένα ρεύμα επαναστατικής ώθησης εμπνευσμένης από τον σοσιαλισμό. Δεν έχω σκοπό να συζητήσω αυτό το πολύ σοβαρό πρόβλημα∙ μόνο μένω έκπληκτος από το γεγονός ότι η φιλοσοφία δεν θεωρείται το όπιο των διανοουμένων. Πράγματι, ας σκεφτούμε ποιες είναι οι κύριες λειτουργίες της: να γεμίσει, αυθαίρετα, εκείνο τον χώρο όπου δεν έχει ακόμη φτάσει η επιστήμη∙ να γεμίσει, αυθαίρετα, τα ανεξερεύνητα διαλείμματα που παραμένουν ανάμεσα στις επιστήμες (για παράδειγμα, ανάμεσα στη βιολογία και την ψυχολογία) και να δημιουργήσει, αυθαίρετα, μια πλασματική ενότητα της γνώσης∙ να αποκολλήσει, αυθαίρετα, τον άνθρωπο από τη φύση για να του προσφέρει απόλυτες απατηλές αξίες και έναν απατηλό έλεγχο πάνω στο Σύμπαν, πέρα από εκείνον τον ελάχιστο χώρο που, για την ώρα, η τεχνολογία κατάφερε πραγματικά να ελέγξει∙ να του υποδείξει, αυθαίρετα, μια εσωτερική ελευθερία και, με αυτόν τον τρόπο, να του εξασφαλίσει μια ψυχική ισορροπία. Θα μπορούσα να συνεχίσω τον μακρύ κατάλογο με τα φιλοσοφικά «είδωλα». Φυσικά, υπάρχει ακόμη και μια σοβαρή φιλοσοφία, που διαλύει τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις, που κρατά τον άνθρωπο σταθερά προσηλωμένο στη φύση και καθορίζει τα γνωσιολογικά και ηθικά του όρια∙ αλλά η τύχη της κλασικής φιλοσοφίας αποδεικνύει πόση ανάγκη έχουν το όπιο οι διανοούμενοι. Ακόμη και ο μαρξισμός, η πιο επαναστατική φιλοσοφία των τελευταίων αιώνων, τροφοδοτήθηκε από αυτό το ναρκωτικό και δεν είναι σε θέση να απελευθερωθεί από αυτό∙ ευτυχώς τράφηκε και με άλλα υλικά, πιο υγιεινά, όπως ο ιστορικός υλισμός και η κλασική οικονομία». Στην εφημερίδα Το Βήμα, τον Μάϊου του 1998, στο κείμενο του «Ο ανέντακτος διανοούμενος», με αφορμή τον Λεοπάρντι, φιλόσοφο προοδευτικό και αμφισβητία, ποιητή, ηρωικό και αγωνιστή και έργο του «Το Σπάρτο» (La Cinestra), προχωρεί σε διαπιστώσεις, ως σκέψεις και αφορμή για συζήτηση, σήμερα που όπως σημειώνει «σε μια μεταβατική εποχή όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία τους, οι διανοούμενοι εκδηλώνουν έντονες αντιστάσεις στο να δώσουν μια νέα οργανωτικότητα, να δημιουργήσουν μια ομογενοποίηση με τα πραγματικά επίπεδα της σημερινής ιστορικής συγκυρίας». Ο ίδιος, ο Φοίβος Γκικόπουλος δεν αντιστέκεται στην εποχή, αλλά είναι μέρος της και μια φωνή – πρότυπο στο μεγάλο, λαϊκό εντέλει, κοινό. Ανάμεσα στις εκθέσεις και στις θέσεις, το 2019, υπογράφει μαζί με άλλους 200 Καθηγητές των Ελληνικών Πανεπιστήμιων κείμενο υπέρ του Πανεπιστημιακού ασύλου. Είναι σύμφωνος πως «υπάρχουν άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης, που σχετίζονται με τη ζωή και τη λειτουργία όλες τις μέρες και τις περισσότερες ώρες της μέρας των πανεπιστημιουπόλεων ως ανοιχτών, φιλόξενων, δημόσιων χώρων δραστηριοτήτων και ανταλλαγής ιδεών, με συμμετοχή πολιτών εντός και εκτός πανεπιστημίου».

Οι συνεντεύξεις του
Για τους παραπάνω λόγους οι δημοσιογράφοι τον λατρεύουν και ζητούν συχνά προσωπικές του συνεντεύξεις. Δεν δίνει, εύκολα! Ό,τι έχει να πει, το εκφράζει μέσα απ τα άρθρα και οι λεπτομέρειες της ζωής του, δεν τον αφορά να γνωστοποιούνται. Η εμβληματική του όμως, κινηματογραφική προσποίησή του Νίκου Μπελογιάννη, του επιβάλλει κάποιες στιγμές να ενδίδει στις δημοσιογραφικές προτάσεις, ως υποχρέωση σε ένα ομαδικό κινηματογραφικό επίτευγμα και εις μνήμην του μέγα αγωνιστή της ελληνικής αριστεράς. Στις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού λοιπόν, συνεντεύξεις του, που γνωρίζονται καταιγισμό επαναδημοσιεύσεων και σκορπισμάτων στο διαδίκτυο, μιλά πάντα μετρημένα, απλά, με ωραιότητα, ευγένεια, ευαισθησία, γλυκύτητα, βαθύτατη ανθρωπιά. «Δεν ήξερα τίποτε από τη δουλειά στον κινηματογράφο. Δεν είχα κάνει καμία εκπαίδευση και δεν είχα καμία προηγούμενη εμπειρία. Είχα μόνο το ένστικτό μου…». Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης γράφει στις 28 Ιουνίου του 2009, στο ΒΗΜΑ, πως «το ένστικτο του Φοίβου Γκικόπουλου ήταν που φάνηκε να εμπιστεύεται ο Νίκος Τζήμας, ο οποίος ακολουθώντας το δικό του ένστικτο- και παρά τις αντιρρήσεις πολλών γύρω του- αποφάσισε να δώσει στον Γκικόπουλο τον ρόλο. Το αποτέλεσμα ήταν αποθεωτικό, αφού ο ερασιτέχνης ηθοποιός κέρδισε ακόμη και τους πιο σκληρούς επικριτές της ταινίας». Και ενώ είχε προτάσεις να παραμείνει στο χώρο του κινηματογράφου από σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς όπως ο Παναγιωτόπουλος ή ο Πανουσόπουλος, ο δημοσιογράφος Γιάννης Ζουμπουλάκης, μεταφέρει: «… Ήταν μια παρένθεση στη δουλειά μου» μας είπε τηλεφωνικώς ο κ. Γκικόπουλος, ο οποίος δεν θέλησε ποτέ να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη φήμη που κέρδισε από την ταινία και δεν εκτέθηκε ποτέ στα media μετά την επιτυχία της (πριν από μερικές ημέρες μετά βίας καταφέραμε να τον πείσουμε για αυτή τη σύντομη συνομιλία, η οποία διεκόπη όταν ο Μπροκ, το κόκερ του κοσμήτορα, άρχισε να διαμαρτύρεται για τη βόλτα του). Η απομάκρυνση του Γκικόπουλου από κάθε τι που σχετίζεται με προβολή όμως είναι πάνω απ΄ όλα απόρροια της σεμνότητας που τον διακρίνει. «Δεν έχω καμία σχέση με όλα αυτά τα πράγματα, ούτε επιδιώκω να την αποκτήσω» μας είπε». Σταχυολογούμε ακόμη κάποιες φράσεις του από τις ελάχιστες συνεντεύξεις τους για την κινηματογραφική του εμπειρία: «Δεν έχω να απολογηθώ για τίποτε πέρα από το ότι, ίσως, δεν κατάφερα να αποτυπώσω επάξια στο πανί την προσωπικότητα του Μπελογιάννη, ενός αγωνιστή, κομμουνιστή και πάνω απ’ όλα άνθρωπο».
«Το πρώτο που σκέφτηκα στα γυρίσματα, ήταν, τι δουλειά έχω εδώ μέσα; Σκεφτόμουν συνέχεια, πως θα αντιδράσουν άραγε όλοι αυτοί οι γνωστοί ηθοποιοί. Όλοι τους ήταν άψογοι απέναντί μου. Ά-ψο-γοι! Για παράδειγμα: Εγώ όπως σας είπα δεν είχα διόλου πείρα ηθοποιού. Εκτός από κάτι σχολικές παραστάσεις, δεν είχα καμιά άλλη σχέση με ηθοποιία και γυρίσματα ταινιών. Είπαμε να κάνουμε ένα δοκιμαστικό. Το γυρίσαμε με τον Αντώνη Αντωνίου. Ήταν άψογος. Να είναι καλά ο άνθρωπος! Με βοήθησε πολύ. Ο Κατράκης πάλι, ήταν συγκλονιστικός. Με ενθάρρυνε. Μου έλεγε συνέχεια: “μη σταματάς, συνέχισε”. Την ίδια ώρα ο υπεύθυνος φωτογραφίας, ο Νίκος Καβουκίδης, με τις συμβουλές του με βοήθησε πάρα πολύ. Γενικότερα αυτό που έχω να πω είναι ότι όλοι οι συνάδελφοι -εντός εισαγωγικών- με αντιμετώπισαν με τον καλύτερο τρόπο και με βοήθησαν πολύ».
«Αν και ήμουν ήδη διαμορφωμένος πολιτικά και δεν ήμουν “παρθένος” σε τέτοιου είδους επιρροές, μπορώ να πω ότι το έζησα πολύ έντονα. Ειδικά το κομμάτι της απολογίας στο δικαστήριο και βεβαίως της εκτέλεσης. Η φόρτιση ήταν πολύ έντονη. Στο δικαστήριο είχα αποξενωθεί απ’ όσα συνέβαιναν γύρω μου. Πραγματικά ζούσα τη σκηνή… Συνήθως τα γυρίσματα γίνονται δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές, ώσπου ο σκηνοθέτης να μείνει ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Εγώ, αν και δεν ήμουν επαγγελματίας, έβγαλα τη σκηνή της απολογίας με την πρώτη… Η σκηνή γυρίστηκε ακόμη μία φορά, για παν ενδεχόμενο!”.
«Δεν διατήρησα επαφές με τους συντελεστές της ταινίας. Μόνο τη Μίρκα (Παπακωνσταντίνου, που ερμήνευε την σύντροφο και μητέρα του γιού του Μπελογιάννη, αγωνίστρια, δημοσιογράφο και συγγραφέα Έλλη Ιωαννίδου Παπά), πάω και τη βλέπω όταν έρχεται στη Θεσσαλονίκη».
Βρίσκουμε ακόμη, μες από τις δυο τρεις, συνεντεύξεις του και αυτά, τα πιο προσωπικά του πιστεύω: “Όχι δεν θα είμαι υποψήφιος, με κανένα κόμμα και σε καμία εκλογική αναμέτρηση. Υποψήφιος δεν θέλησα και δεν δέχτηκα να είμαι ποτέ, ούτε καν τότε που η ταινία για τον Νίκο Μπελογιάννη “έσπαγε” ταμεία».
«Σε όλους του νέους θα έλεγα να ενσκήψουν στην ιστορία της Ελλάδας, στην ιστορία του τόπου, να μάθουν, να ψάξουν και να έχουν ανοιχτό μυαλό. Να μην εγκλωβίζονται στον κόσμο των ριάλιτι και σε όλη αυτή την πολιτισμική υποβάθμιση…»
«Το μόνο που θέλω να πω είναι να στρέψουμε το βλέμμα μας στη νέα γενιά, να γνωρίσουμε στους νέους και τις νέες μας την αληθινή ιστορία του τόπου μας χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληψίες».
«Τα έργα των ανθρώπων και η παρουσία τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι δεν διαγράφονται και τους ακολουθούν πάντα».

Περιβάλλοντας και όχι αποκλείοντας το μη ειδικό κοινό του ή λίγο ακόμη δημόσιος Φοίβος
Όπου και αν εμφανίζεται, μιλά, ή γράφει ο Φοίβος Γκικόπουλος έχει ένα σπουδαίο χάρισμα. Έτσι απλά, μπορεί σε εμάς και για εμάς, το όχι ειδικών γνώσεων κοινό, να μιλάει για τα σπουδαία, τα υψηλά, ή τα καθημερινά, τα της επικαιρότητας και της πολιτικής, με μια οπτική απ την σκοπιά του σημαντικού, μεταφερμένη απλά. Μπορεί για παράδειγμα μεταφράζει ποίηση για το διαδίκτυο και να μας παρασύρει στη μοναδικής μαγείας της μελωδίας των λέξεων και σ εκείνη της συμπύκνωσης των συναισθημάτων, κάνοντας μας φανατικούς αναγνώστες. Όπως να, με εκείνο το αριστούργημα εικόνων του Τζιόρτζιο Καπρόνι, Η πρωινή έξοδος:
Πώς κατέβαινε κομψούλα
κι ολόφρεσκη τις σκάλες η Αννούλα!
Δαγκώνοντας τη χρυσή αλυσιδίτσα
άνοιγε βιαστικά την πορτίτσα
αφήνοντας πίσω στο σκοτάδι
της πούδρας συννεφάκι σαν χάδι.
Μόλις που χάραζε το φως,
σαν μαραμένος του ματιού ιστός.
Οι χωνεμένοι δρόμοι άναβαν,
όπου τα βήματά της πάταγαν!
Ακούγοντάς την η οδός Αμεντέο,
ξυπνούσε σ’ όνειρο ωραίο.
Δεν ήταν γι’ αυτήν κάτι νέο
η ελιά στο χείλι, η κεφάτη
περπατησιά – η σφιχτή
ζώνη που τον αβρό και τον μπερμπάντη
(η Αννούλα έκανε χάζι)
έσπρωχνε στης δουλειάς το μαράζι.
Ντυμένη στο λινό και στην νταντέλα
προχώραγε η βασίλισσα κοπέλα.
Προχώραγε με πρόσωπο ανοιχτό
(μα και με φρόνιμο παρθενικό πλευρό)
και τα πασούμια της στη γειτονιά
αντίλαλους σκόρπιζαν σε κάθε γωνιά.
Και έτσι απλά και ανάλαφρα, μέσα απ την βασίλισσα της γειτονιάς, την Αννούλα, που όλο και κάποια μας θυμίζει, η ποίησή του Τζιόρτζιο Καπρόνι, που «αναμιγνύει λαϊκή και λόγια γλώσσα και εκφράζει μια επίπονη προσήλωση στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, δημιουργεί ένα είδος «οικιακού έπους» (Λιβόρνο 1912 – Ρώμη 1990)», γινεται ευχαρίστηση μας και περνά σε μας σαν κάτι απλό, διασκεδαστικό και ψυχαγωγικό, που δεν μας αποκλείει, αλλά μας περιβάλει και γινεται εμείς. Μας χαρίζει λοιπόν, τόσο πολύτιμα κείμενα, απλά, δοτικά, σχεδόν τρυφερά, πλουτίζοντας εμάς τους πολλούς, με μικρές σπουδές στο ουσιαστικό και το ωραίο. Μαθαίνουμε, ναι, μαθαίνουμε! «Για την αντίφαση ανάμεσα στην αγάπη ως κτητική ανάγκη και την αγάπη ως ανάγκη αφοσίωσης: εγώ είμαι δικός σου κι εσύ είσαι δική μου», για Έρωτα, Συναίσθημα, Ένστικτο. Για τον «Πινόκιο τον «ιταλικότατο» και πως το έργο του Κάρλο Κολόντι, που όλοι έχουμε διαβάσει, ή δει σε κάποια κινηματογραφική ή θεατρική μεταφορά του, «δεν είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ούτε ένα παραμύθι, βλέποντας το φορτίο πραγματικότητας που σέρνει πίσω του. Για μένα είναι ένα μεγάλο φανταστικό αφήγημα, όπως τόσα άλλα μεγάλων παραμυθάδων. Μόνο που αυτό είναι το πιο “ιταλικό” από όλα τα άλλα». Για το φαινόμενο «πεταλούδα» και πώς, αλήθεια, αρχίζει μια καταιγίδα, ίσως μόνο με το φτερούγισμα μιας πεταλούδας; Μιας και «σ’ έναν κόσμο χαοτικό πρέπει να ξαναδούμε τα κλασικά παραδείγματα της γνώσης και της σοφίας, αρνούμενοι κάθε ουσιαστικό αφαιρετικό προνόμιο και, αντίθετα, να προάγουμε την δημοκρατία και τον ρεαλισμό». Για την μετάφραση και πως «παρόλη την αποφασιστική αξία του μεταφραστή πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο μεγάλος συγγραφέας παραμένει πάντα μεγάλος, ακόμη και σε μια μέτρια μετάφραση. Ο Μπαλζάκ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι φέρουν μια τόσο μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά με πράγματα που έχουν να πουν, που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα και τα όρια μιας μόνο γλώσσας». Μας μεταφέρει μαγικά στην παιδική μας ηλικία, τότε που οι εκδόσεις τετραχρωμίας, μύριζαν φρέσκο μελάνι και καινούργιο χαρτί, τότε που «διαβάζαμε βιβλία ξένων συγγραφέων σε οικονομικές εκδόσεις που αγοράζαμε από τους πάγκους των μεταχειρισμένων, για λίγες δραχμές τότε, μυθιστορήματα όπως Έγκλημα και τιμωρία, Πόλεμος και ειρήνη, Δον Κιχώτης… Ήταν μια σημαντική πράξη διάδοσης και πρέπει να αναγνωρίσουμε την αξία εκείνων των εκδοτών που έφεραν στο κοινό μεγάλα έργα που διαφορετικά δεν θα έφταναν ποτέ. Η κουλτούρα μας βασίστηκε σ’ αυτές τις εκδόσεις χαμηλού κόστους, και πρέπει να πούμε ότι ακόμη και στα φτωχότερα σπίτια υπήρχαν αυτές οι οικονομικές εκδόσεις, οι περισσότερες αγορασμένες στο Μοναστηράκι ή στο βιβλιοπωλείο-παλαιοπωλείο στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, απέναντι από το κτήριο του ΟΤΕ, ή στον υπαίθριο πάγκο στην οδό Δεριγνί, στη έξοδο του ηλεκτρικού στην Πλατεία Βικτωρίας, δίπλα στον άλλο πάγκο με τα φρούτα. Ένα μεγάλο μπράβο λοιπόν σ’ αυτούς τους εκδότες μιας άλλης εποχής και στους μεταφραστές τους, που πολλές φορές δεν αναφερόταν ούτε το όνομά τους, για την εξαιρετική συμβολή τους στη διάδοση της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς». Διαλέγουμε στη τύχη -τ ομολογούμε- μιας και κάθε κείμενο του Φοίβου Γκικόπουλου είναι ένα λαμπερό κομψοτέχνημα ή ένα δροσερό αεράκι σε τσιμεντίλα καύσωνα και πυρωμένη, αχνιστή άσφαλτο. Πως να διαλέξεις; Αέρινα φυσική η γραφή του, τρυφερή και ευγενής, όλο γνώσεις χωρίς επίδειξη, υποδειγματικά εύστοχη, όλο εικόνες, με ακριβείς αναφορές, φιλική, συντροφική, ποτέ διδακτική, έξυπνη ώστε να υπονομεύει κάποτε, αλλά να μη προσβάλει, είναι σαν προσφορά αγάπης, όχι με τη θρησκευτική της έννοιας, φυσικά, αλλά με εκείνη της φιλοσοφίας. Την αγάπη που είναι αρετή και που εκπροσωπεί την ανθρώπινη ευγένεια, τη συμπόνια, τη στοργή. Εκείνη την αγάπη, λέμε, που μέσα απ τα κείμενα του, είναι σα να κάθεσαι με έναν φίλο σε ένα παγκάκι και να συζητάς ήρεμα. Και γιατί άλλωστε «η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος», όπως αφόρισε τόσο καλοδεχούμενα ο Νίκος Εγγονόπουλος. Μα τι θα σχολίαζε σ όλα αυτά ο ίδιος ο Φοίβος, με εκείνο το μελένιας υπομονής και κατανόησης χαμόγελο του; Ίσως αυτό που έχει γράψει για να υπομονεύσει όλες αυτές τις χιλιάδες λέξεις μας: «…η ανοησία είναι η σκιά της εξυπνάδας, την ακολουθεί παντού κι είναι σπάνιο να βρεις κάποιον που να καταφέρνει ν’ απελευθερωθεί από τη σκιά της. Όλοι ή σχεδόν όλοι, έχουμε το μυαλό μας. Άρα όλοι ή σχεδόν όλοι, έχουμε ένα φωτοστέφανο ανοησίας γύρω από το κεφάλι μας. Ο Φλομπέρ χλεύαζε τους ideologues, δηλαδή τους συλλέκτες ιδεών. Οι ιδέες, ως γνωστόν, υπόκεινται στους νόμους του πληθωρισμού, συσσωρεύονται στις τσέπες, μερικοί τις πετάνε κι άλλοι τις μαζεύουν απ’ το δρόμο. Δημιούργημα της «Προόδου» και των «Φώτων», ο ιδεολόγος είναι, μ’ άλλα λόγια, ένας clochard, που ψάχνει στους σκουπιδοτενεκέδες των εφημερίδων και των βιβλίων για να εξασφαλίσει τον άρτο τον επιούσιο και βρίσκει καταφύγιο κάτω από τα γεφύρια των κομμάτων και των οργανισμών, για να περάσει τη νύχτα του. Είναι όμως σίγουρο πως αρκεί να μην μιλάς για πολιτική, για επιστήμη, για πολιτισμό και για το μέλλον της ανθρωπότητας για να μην πεις ανοησίες; Ο Καντ, που προέβλεψε μια παγκόσμια κυβέρνηση, υπήρξε σίγουρα ένας μεγάλος ανόητος. Το μυαλό είναι πάντα έτοιμο να παράγει ανοησίες, σε τέτοιο βαθμό που για να το κάνεις να σταματήσει, θα έπρεπε να το εκμηδενίσεις. Φτάνει να σώσεις ακόμη κι ένα μικρό κομμάτι εξυπνάδας, για να δεις να μεγαλώνει η ανοησία. Όπως τα νύχια, που όσο τα κόβεις, τόσο αυτά μεγαλώνουν. Μια στιγμή απροσεξίας κι αμέσως μια ασθενής σκέψη, ασθενέστατη, όπως η παρατήρηση «κανείς δεν έχει την αλήθεια στην τσέπη του», γίνεται μια αλήθεια που την έχουν όλοι στην τσέπη τους. Η ανοησία μπορεί ν’ αποδειχτεί τόσο πιο έντονη όσο λιγότερο διαδεδομένη είναι. Αν αληθεύει ότι την παράγουν οι προκαταλήψεις, γιατί να μην αρκεί μία, για να παράγει βασίλεια και αυτοκρατορίες ανοησίας; Δεν έχουμε κάνει αποδεκτές όλοι μας τουλάχιστον μία ή δύο ιδέες; Δεν μιλάμε όλοι για «αγάπη», για «ελευθερία», για «γούστο», για «ανθρωπιά» και, ακριβώς, για «ανοησία»;…». Ω! Αγαπημένε Φοίβο, εμείς μπορεί! Εσύ ξέρεις, πάντα τι λες… τι μας λες… στοχεύοντας στο νου, στη καρδιά, στη ψυχή μας με το anime της κάθε λέξης σου, ακόμη και των διόλου τυχαίων άρθρων και των ελάχιστων στη χρήση παρατατικών σου συνδέσμων. Δημιουργός εσύ ενός Anima mundi λογοτεχνών, καλλιτεχνών και διανοημάτων.
