Ένα έγκλημα, ο ανιψιός «δράκος» και η οικογενειακή της Κούλας Αγαγιώτου, που συγκλόνισε

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Τόσο οικεία! Γυναίκα, που με αξιοπρέπεια και αίσθηση του καλού γούστου, υπερασπίστηκε αξιακές αρχές και αφοσιωθήκε στη τέχνη, χωρίς κανείς, ποτέ, να μάθει τι έκρυβε το βαμμένο της πρόσωπο τους, σε αλήθειες, μετα το χειροκρότημα, στο τέλος της υπόκλισης, στην επιστροφή σε αγέλαστο σπίτι! Και εκείνη, η Κούλα Αγαγιώτου, πρωταρχική «δευτεραγωνίστρια», να σε σακατεύει με το βλέμμα, κάθε φορά, σε κινηματογραφική προβολή, αφημένη Κυριακή μεσημέρι, με το Δόκτωρ Ζιβέγγος και τον άλλο άγιο της ασπρόμαυρης μεγάλης οθόνης, τον Θανάση Βέγγο, ή στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού και σε εκείνες τις επαναλήψεις που σχεδόν μας καθόρισαν του Ρετιρέ, ως Σοφία Σοφιανού. Και τώρα ξέρεις, σε κάποιο άλλο χρόνο, τι περνούσε, τι την περίμενε και πόσα θα άντεχε ακόμα…

Ο δράκος!

Κούλα Αγαγιώτου, λοιπόν! Πόσο οικείο το πρόσωπο της! Εκείνο με τα ψηλά ζυγωματικά που έριχναν ωραίες σκιές στα κοντινά της, τις μακριές της βλεφαρίδες και τον ψηλό λαιμό, που στα ώριμα χρόνια της διασημότητας της στην τηλεόραση, πρόδιδαν μια σπουδαία, αλλοτινή καλλονή. Αυτή η γυναίκα που έπαιζε συχνά την αφελή, τη μητρική φιγούρα την προστατευμένη και άμαθη στην κακία του κόσμου, είχε πίσω της μια φρίκη, οικογενειακή, αιματοβαμμένη, που λίγοι γνώριζαν και οι συνάδελφοι της στο θέατρο, δεν συζητούσαν, σεβόμενοι πάντα την αξιοπρέπεια της. Η οικογένεια των ηθοποιών σώπαινε και πάντα της έβρισκε δουλειά, όχι μόνο για το ταλέντο της, αλλά για εκείνη τη βαριά σκιά που χε η ζωή της. Μια ζωή, που ακολούθησε παράλληλα τα βάσανα, τις αλλαγές, τις συγκρούσεις της χώρας, αλλά που περιστατικά της, στα οποία πρωταγωνιστούσε γίνανε ταινία, πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, είδηση που συγκλόνισε την κοινωνία της εποχής. Ώσπου να πεθάνει, ξεχασμένη σε ένα διαμέρισμα στο Κουκάκι, με μια τηλεόραση να παίζει δυνατά άλλη μια επανάληψη απ το Ρετιρέ και να μαθευτεί ο θάνατος της μήνες μετά!

Μια φορά ήταν η Μαρία Μπλαβέ, με όνειρα για ζωή μικρά, να πιάνουν λίγο τόπο, όσο ένα τριάρι στο Παγκράτι

Πίσω στο 1964, Beatles, εξεγέρσεις στην Αμερική για τα πολιτικά δικαιώματα, οι Έλληνες φεύγουν απ την Κωνσταντινούπολη, με Τούρκους φοιτητές να απειλούν τους συμφοιτητές τους με λιντσάρισμα. Στο κέντρο της Αθήνα, μια ωραία, νεαρή γυναικά, η Μαρία Μπλαβέ με όνειρα για ζωή μικρά, να πιάνουν λίγο τόπο, όσο ένα τριάρι στο Παγκράτι, βρίσκεται μαχαιρωμένη. Ένας 19χρονος νεαρός, όμορφος και καλομεγαλωμένος συλλαμβάνεται. Η θεία του, η ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου, βρήκε, στο δωμάτιο του ανιψιού της που έμενε μαζί της, ένα σακάκι με ίχνη αίματος στο αριστερό μανίκι, ένα παντελόνι στο οποίο, επίσης εντοπίστηκαν λεκέδες από αίμα, οι οποίοι είχαν καθαριστεί τοπικά και ένα μαχαίρι. Ο φόνος της νεαρής γυναίκας απασχολεί καιρό τα πρωτοσέλιδα και την αστυνομία, με την νεκρή να μπαίνει στο στόχαστρο μιας διψασμένης για σεξουαλικές λεπτομέρειες κοινής γνώμης, που σχεδόν ασελγούσε πάνω στο νεκρό της νεανικό σώμα. Η Αγαγιώτου έλειπε τότε σε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη με τη Σμαρούλα Γιούλη. Παραδίδει τα ευρήματα της, μόλις τα ανακαλύπτει σπίτι της, στην αστυνομία. Ο νεαρός ομολογεί.

Μια μαχαιριά από πίσω, χωρίς ούτε μια λέξη…

Εκείνος την μαχαίρωσε πισώπλατα χωρίς να της πει ούτε μια λέξη και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του, όπου έφαγε και κοιμήθηκε.  Όλα όσα έλεγε έδειχναν έναν χαμένο παιδί, ένα τρικυμισμένο μυαλό, μια μπερδεμένη ψυχή. Μισούσε τη μητέρα του γιατί τον γέννησε άσχημο, αφού θεωρούσε πως ήταν σαν Κουασιμόδο, μισούσε τη θεία του, γιατί τον κατέδωσε στην αστυνομία αλλά και γιατί δεν του έδινε τα χρήματα που χρειαζόταν, μισούσε την γιαγιά που έμεναν όλοι μαζί, γιατί τον μάλωνε. Προσπάθησε μάλιστα να την πνίξει κάποιες φορές. Η θεία δε τον βοηθούσε να κάνει πλαστική εγχείρηση για να μοιάσει στον Δον Ζουάν! Η Κούλα Αγωγιώτου λατρεύει το μικρό, βασανισμένο της ανιψιό. Συγκρούονταν με τη μάνα της, όποτε τον μάλωνε. Ήθελε να τον βοηθήσει αλλά δεν ήξερε το πως. Εκείνος είχε παρατήσει το σχολείο, κλεισμένος στο δωμάτιο του μόνο διάβαζε βιβλία των περίπτερων για φόνους, εγκλήματα, φτηνές γυναίκες. Ήταν θαυμαστής του Τζακ του Αντεροβγάλτη, του Καλιγούλα, σπάνια έβγαινε απ το σπίτι και μόνο νύχτες, επισκεπτόταν νεκροταφεία και έβαφε τα δόντια του κόκκινα. Στα 16 του νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Η μάνα του και αδελφή της Αγωγιώτου, με το που τον γέννησε σχεδόν, χώρισε με τον πάτερά του και κλείστηκε στο ψυχιατρείο με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια. Η θεία δε του χάλαγε χατίρι, αλλά ένιωθε τύψεις γιατί κάποιες φορές τον χτύπησε.

Η δίκη…

Στη δίκη η ηθοποιός που είχε μεγαλώσει το παιδί σαν δικό της, νιώθει να καταρρέει. Ακούγονται πολλά. Ακόμα και το πως παράδωσε το παιδί στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός». Εκείνη ξεσπώντας σε αναφιλητά, θα πει σαν τη κατηγορήσουν πως δεν του χάλαγε χατίρι, πως  «γιατί να μη του κάμω όλα τα χατίρια, αφού ήταν άρρωστος και φοβόμουν το τέλος του; Γιατί να μη στερηθώ τα πάντα προς χάριν του;»… Ο ανιψιός, ο Δημήτρης Ζάγκας, καταδικάστηκε και κλείστηκε στο ψυχιατρείο. Η ζωή συνεχίστηκε, το έγκλημα ξεχάστηκε, οι πρωταγωνιστές του σιγά σιγά εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο της επικαιρότητας, πιθανόν και απ τη ζωή… Η Κούλα Αγωγιώτου απέκτησε μια κόρη, συνέχισε να ζει με τη μητέρα της, να δουλεύει σε ποιοτικές δουλείες στο σινεμά και στο θέατρο και να κάνει τηλεόραση. Ώσπου έσβησε και εκείνη και πάει και τίποτα δε μένει πια, ούτε καν σαν ψίθυρος ο αντίλαλος των στεναγμών των μεγάλων πόνων…