
Ο Τσαρλς Ντίκενς είχε γράψει για το έργο του Όλιβερ Τουίστ πως: «με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν’ δείξω πως το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει». Μα δυστυχώς είναι πολλά τα θύματα της βαναυσότητας, της κακίας, της βίας, της απανθρωπιάς που συναντούσαν πολλοί Όλιβερ Τουίστ, που χάθηκαν στα κολαστήρια των βικτωριανών -και όχι μόνο- οικοτροφείων για βρέφη μιας εποχής όχι και τόσο μακρινής. Τα οικοτροφεία βρεφών, οι «φάρμες» στα αγγλικά θεωρείται πως επιτελούν «εκτροφή μωρών», όπου αυτός ο όρος επινοήθηκε κατά τη διάρκεια της Βικτωριανής Εποχής για να περιγράψει την πρακτική της επιμέλειας των ανεπιθύμητων παιδιών ή εκείνων των οποίων οι γονείς δεν μπορούσαν να τα φροντίσουν, έναντι μικρής χρέωσης, παραπέμποντας στις «κτηνοτροφικές μονάδες» που είχαν όμως να κάνουν με τα παιδιά των ανθρώπων. Τα μη κερδοσκοπικά, ας τα πούμε ορφανοτροφεία, ήταν γέννημα των αστικών περιοχών της ύστερης βικτοριανής εποχής της Αγγλίας, αλλά ήταν διαδεδομένα σε όλη την τότε αυτοκρατορία, στο Καναδά και στην Ωκεανία, που αφορούσαν στα παιδιά των γηγενών πληθυσμών. Ήταν η εποχή που η πλέον διαδεδομένη, αλλά και επικίνδυνη, μορφή αντισύλληψης ήταν η άμβλωση. Οι γυναίκες της Βικτωριανής εργατικής τάξης, ήταν οι πιο εκτεθειμένες. Αδύναμες να φροντίσουν ένα νεογέννητο, ή θα έπρεπε να το αφήσουν στο δρόμο, μπροστά από εκκλησίες και ιδρύματα, ή να το βάλουν στις «φάρμες παιδιών», έναντι μικρής εβδομαδιαίας χρέωσης. Δούλευαν σκληρά και πληρώνοντας, πίστευαν πως τα παιδιά τους θα είχαν συνθήκες σωστής υγιεινής, δωμάτιο και καλή διατροφή. Εκεί, υπήρχαν τροφοί όπου τα νεογέννητα θα τρέφονταν με μητρικό γάλα. Τα μωράς τους θα ζούσαν! Και εκείνες θα δούλευαν. Όσο άντεχαν. Για όσο μπορούσαν! Με κεφάλια σκυφτά! Στο έλεος των αφεντικών, των πελατών, των λογιών ιδιοκτητών. Η πραγματικότητα ήταν η φρίκη που περιγράφει ο Ζίσκιντ στο «Άρωμα» και στα πρώτα κακοποιημένα χρόνια του Γκρενίλ στο Άρωμα, ή ο Ντίκενς στον Όλιβερ Τουίστ.

Ο νόμος για την καταπολέμηση της φτώχειας που καταδίκαζε τις γυναίκες
Το 1834, ο νόμος για την καταπολέμηση της φτώχιας τροποποιείται και οι φτωχές, άγαμες μητέρες να λαμβάνουν τροφή, χρήματα ή ρούχα από την ενορία μόνο εάν πήγαν να ζήσουν σε οικοτροφεία αναμόρφωσης, δηλαδή σε εκκλησιαστικού τύπου φτωχοκομεία θηλέων. Εκεί θα δουλεύαν χωρίς να πληρώνονται, θα ζούσαν με κανόνες μοναστηριών και θα έκαναν ότι τους έλεγαν, με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό και ένα κρεβάτι στους κοιτώνες. Σύμφωνα με το Ultimate History Project «πολλές από τις γυναίκες αυτές προτιμούσαν να τοποθετήσουν τα παιδιά στις «φάρμες» και να συνεχίσουν να εργάζονται, ώστε να κερδίζουν χρήματα – έξω από τα οικοτροφεία της εργασιακής εκμετάλλευσης και της κακοποίησης». Οι πατεράδες των παιδιών, σύμφωνα με τον νόμο, δεν υποχρεούνταν να υποστηρίζουν τα παιδιά τους οικονομικά, μιας και ήταν υπόθεση της γυναίκας η τεκνοποίηση, αφού είχε ελαφριά ηθική!!! Οι μητέρες δεν είχαν επιλογή! Δούλευαν κάποιες ως εργάτριες του σεξ, κάτω από άθλιες συνθήκες αλλά κυρίως ως υπηρέτριες και μαγείρισσες. Στα σπίτια των κυρίων τους, δεν μπορούσαν να φέρουν μωρά. Επρεπε επίσης να μην είναι σκανδαλώδεις οι βίοι του, σύμφωνα με την εποχή και να είναι άγαμες μητέρες, αλλιώς ούτε δουλειά θα υπήρχε, ούτε τίποτα. Οι μισθοί που κέρδισαν, ωστόσο, τους επέτρεπαν να στείλουν χρήματα, κάθε εβδομάδα και προκαταβολές, σε άλλες γυναίκες για να μεγαλώσουν τα μωρά τους.

Θεωρητικά, το σύστημα λειτούργησε καλά σαν ένα είδος καθημερινής φροντίδας για τις εργαζόμενες μητέρες, που στα σπάνια ρεπό τους θα μπορούσαν να χαίρονται τα μωρά τους. Στην ιδανική περίπτωση, η φάρμα θα ήταν κοντά στο σημείο όπου εργαζόταν η μητέρα, ώστε να μπορούσε να πετάγεται με κάθε ευκαιρία. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα ήταν τα βρέφη που όχι ενηλικιωθήκαν, αλλά έφτανα καν, στην παιδική ηλικία. Στη πράξη οι άνθρωποι που ανέλαβαν τις φάρμες βρεφών, καταλάβαιναν πως θα έπαιρναν πολύ περισσότερα παιδιά γινόταν θα έβγαζαν χρήματα ειδικά αν δεν τους προσέφεραν από τα ελάχιστα μέχρι τίποτα.

Ήταν η εποχή που η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση κορυφωνόταν, με στάσιμους μισθούς, με τον αγροτικό πληθυσμό και αυτόν της υπαίθρου να λιμοκτονεί. Πολλές φάρμες αρχίσαν να πληρώνουν διαφήμιση ζητώντας παιδιά για να τα μεγαλώσουν ή να τα «υιοθετήσουν». Βρίσκοντας κυρίως σε φρικτά κτήρια, στα κέντρα πόλεων, διαβόητα ανθυγιεινά μέρη για παιδιά. Ποντίκια, ακαθαρσίες, εργοστασιακοί καπνοί και για τα παιδιά ασθένειες, υποσιτισμός, παραμέληση και κακοποίηση. Τα περισσότερα μωρά πέθαιναν αμέσως μετά την απογαλακτοποίησή τους και την αρχή της διατροφής, που ήταν θλιβερή και ελάχιστη. Με τις προκαταβολές και τους πρόωρους θανάτους των βρεφών, οι τροφοί μωρών άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η διευθέτηση θα μπορούσε να είναι πιο κερδοφόρα για αυτούς εάν το βρέφος πέθανε νωρίς, αφήνοντας χώρο για να αναλάβουν άλλα παιδιά που θα έφερναν νέες προκαταβολές και συνεχή προσφορά μετρητών. Ας τέλειωναν λοιπόν γρήγορα και αποτελεσματικά με τα παλιά μωράς για να αναλάβουν τα καινούργια. Και άρχισε ένας φρικαλέος κύκλος, εφιαλτικών βρεφοκτονιών…

Η Αμέλια Ντάιερ που σκότωσε 400 βρέφη
Διαβόητη ως κατά συρροή δολοφόνος η Αμέλια Ντάιερ, ήταν φτωχή χήρα και εκπαιδευμένη νοσοκόμα όταν άρχισε να αναλάβει νεογέννητα, «παραστρατημένων» γυναικών για να τα αναθρέψει, δουλειά προσοδοφόρα στη Αγγλική Βικτωριανή Εποχή. Η Ντάιερ, κέρδιζε την εμπιστοσύνη των πελατισσών της, που τις διαβεβαίωνε πως τα παιδιά υπό τη φροντίδα της θα είχαν ένα ασφαλές και στοργικό σπίτι. Μόλις έμενε μόνη με τα μωρά, χωρίς καμιά αναστολή, τα άφηνε να πεθάνουν από την πείνα και την παραμέληση. Για να ησυχάζει μαζί απ τα συνεχή κλάματα τους, τα πότιζε συνεχώς με ένα οπιούχο σιρόπι το «Φίλος της Μητέρας» και βυθίζονταν σε λήθαργο. Τελικά, επειδή το να περιμένει να λιμοκτονήσουν της έπαιρνε πολύ χρόνο και δεν μπορούσε να έχει νέα κέρδη, κατέφυγε σε ταχύτερες δολοφονίες. Κάποτε ένας γιατρός άρχισε να την υποψιάζεται μιας και πάρα πολλά παιδιά πέθαναν στο σπίτι της. Την κατάγγειλε, αλλά παραδόξως, η Ντάιερ, κατηγορήθηκε μόνο για αμέλεια και καταδικάστηκε σε 6 μήνες καταναγκαστικής εργασίας. Ελεύθερη ξανά επιστρέφει με άλλη τακτική στην εργασία της. Δεν συνεργαζόταν με γιατρούς, προτιμούσε να στραγγαλίζει με τα ίδια της τα χέρια τα βρέφη και να κερδίζει χρόνο, κάποιες φορές, μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω από τη μητέρα και εξαφάνιζε τα πτώματα. Ακόμα, μετακόμισε συχνά για να αποφύγει να κινήσει υποψίες και αλλάζει ονόματα. Ως κυρία Τομάς, συνελήφθη όταν το σώμα ενός βρέφους βρέθηκε στον Τάμεση. Όταν οι αρχές εισέβαλαν στην κατοικία της Ντάιρ, τους σόκαρε η βαριά μυρωδιά της αποσύνθεσης που επικρατούσε σ αυτό, αλλά η δολοφόνος είχε προλάβει να εξαφανίσει τα πτώματα.

Δεκάδες ήταν τα μωρά που βρέθηκαν, ύστερα από επιχείρηση της αστυνομίας, στον Τάμεση. Όλα τους είχαν μια λευκή ταινία περιτυλίγματος γύρω από το λαιμουδάκι τους. «Έτσι φαινόταν ότι ήταν δικό μου», είπε αργότερα για τις λευκές ταινίες, που θεωρήθηκε κάτι ως υπογραφή. Στη δική της τον Μάρτιο του 1896, επικαλέστηκε ως υπεράσπισή της, την παράνοια. Οι ψυχίατροι που την εξέτασαν αποφάνθηκαν σε μόλις πέντε λεπτά, ότι ήταν λογικότατη και ψυχρότατη. Η ίδια παραδέχθηκε έναν μόνο φόνο, αλλά εκτιμάται πως περισσότερα από 400 βρέφη ήταν θύματα της. Την Τετάρτη 10 Ιουνίου του 1896, λίγο πριν τις 9:00 το πρωί, η Αμέλια Ντάιρ απαγχονίστηκε. Κανείς δεν ζήτησε το πτώματα της, ούτε εμφανίστηκε ως συγγενής ή κοντινός της άνθρωπος. Την ίδια περίοδο, μερίδα του βρετανικού τύπου, διατύπωσε την θεωρία πως ίσως η Αμελια Ντάιρ ήταν ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, που ήθελε να τιμωρήσει τις ανήθικες μήτρες των πεζοδρομίων, αλλά καμία ένδειξη δεν υπήρξε, αρά ούτε και απόδειξη για την υποστήριξη αυτής της θεωρίας. Έτσι η Ντάιρ παραμένει η στυγερή κατά συρροή βρεφοκτόνος της Βικτωριανής εποχής, που δεν πρέπει να αναπαύτηκε ποτέ εν ειρήνη…

Η Μαργαρίτα Γουάτερς που πέταξε πάνω από 19 βρέφη στους δρόμους
Η Μαργαρίτα Γουάτερς, στο Μπρίξτον, προάστιο του Λονδίνου, έμεινε χήρα πριν τα 30 της. Έχοντας ως βοηθό την αδελφή της, άρχισε να διαφημίζει στο The Clerkenwell News πως διατηρεί σπίτι για βρέφη, έναντι 10 λιρών. Επίσης αναλάμβανε να τα υιοθετήσει με την κρατική είσπραξη της επιχορήγησης του νόμου, αν ήταν εντελώς μόνα τους. Σύντομα, ασαφής αριθμός μωρών βρέθηκε να γεμίζουν το χώρο της, τόσα, που θεώρησε πιο επικερδές να τα ποτίζει με λάβδανο που ήταν ισχυρότερό κατασταλτικό, που χρησιμιοποιούνταν σε βάριά περιστατικά ψυχιατρικής, ναρκώνοντας και αφήνοντάς τα να λιμοκτονούν βασανιστικά. Τα μωρά άρχισαν να πεθαίνουν από διάρροια, αδυναμία και σπασμούς. Θεωρείται πως δολοφόνησε τουλάχιστον 19 βρέφη, τα οποία τύλιγε σε καφέ χαρτί παντοπωλείου και τα πέταγε στους δρόμους μακριά από το σπίτι της. Όταν η 16χρονη Τζάνετ Τάσι Κάουν πήγε να δει τον γιο της Τζον Γουόλτερ και έμαθε πως είχε πεθάνει κάλεσε την αστυνομία. «Μερικές ντουζίνα νήπια βρέθηκαν όλα μαζί, στρυμωγμένα σε έναν καναπέ, βρώμικα, πεινασμένα και χωρίς επικοινωνία με το περιβάλλον από το λάβδανο» σημείωσε ο αστυνομικός. Συνελήφθη και αυτή και η αδελφή της.

Στην δίκη της ήταν αξιοπρεπής και φερόταν ως κυρία με τρόπους και ευγένεια. Επέδειξε δε, μεγάλο θρησκευτικό ζήλο. Καταδικάστηκε σε θάνατο για απαγχονισμού. Πριν την εκτέλεση της έγραψε μια επιστολή, που έλεγε πως ήταν αθώα των φόνων και πως τα παιδιά πέθαναν από φυσικά αίτια και πως κακοί γονείς που ήθελαν να ξεφορτωθούν τα παιδιά τους, ήθελαν έναν αποδιοπομπαίο τράγο για τις ενοχές τους. Ψύχραιμη ήταν όταν βάδισε στο ικρίωμα και αφού η θηλιά πέρασε γύρω από το λαιμό της, ζήτησε να προσευχηθεί. Η αδελφή της βρέθηκε συνεργός αλλά χωρίς εμπλοκή στα εγκλήματα και καταδικάστηκε σε δεκαπέντε μήνες καταναγκαστικά έργα. Τα εγκλήματα της Μαργαρίτα Γουάτερς, οδήγησαν στην θέσπιση του βρετανικού νόμου για την προστασία της βρεφικής ζωής το 1872.

Η Αμέλια Σατς και η Αννι Γουόλτερς, που έκαναν πως λατρεύουν τα μωρά πριν τα δηλητηριάσουν
Η Αμέλια Φράνσις Θόρν, γνωστή ως Αμελια Σάτς, γεννήθηκε στο Χαμπερστον του Ντόρσετ, αλλά έδρασε στο Βόρειο Λονδίνο. Ήταν το τέταρτο κορίτσι ανάμεσα σε δέκα παιδιά. Στα 18 της παντρεύτηκε πολύ νέα, τον οικοδόμο Τζεφρι Σάτς. Ο Σάτς εργαζόταν ήδη σε ίδρυμα μητρότητας, όταν γνωρίστηκαν. Η Αμέλια δένει το όνομα της και τη μοίρα της με εκείνη της Αννι Γουόλτερς, που δεν είναι αρκετά γνωστά για τη ζωή της, πριν την δράση της. Είχε κάποτε παντρευτεί, ήταν αλκοολική, δήλωνε νοσοκόμα και έλεγε πολύ ήταν πολύ φιλάσθενη και είχε αδύναμη κράση, ενώ είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Θεωρείται πως είχε διαπράξει άλλη μια ανθρωποκτονία ενώ είχε ενοχοποιήσει μια άλλη. Το 1899, η Λουίζ Μασσέτ δικάστηκε για το φόνο του μικρού γιου της, Μάνφρεντ, του οποίου το σώμα βρέθηκε σε γυναικεία τουαλέτα σε σιδηροδρομικό σταθμό. Η Λουίζ ήθελε να εξαφανίσει το μωρό της, ώστε να είναι ελεύθερη να παντρευτεί έναν άντρα με το όνομα Λούκας. Τσακισμένη από τύψεις και ενοχές, φώναζε πως είχε εμπιστευτεί το μωρό της σε δυο γυναίκες τροφούς για βρέφη, όπου η μία ήταν νοσοκόμα. Η αστυνομία δεν βρήκε αυτές τις επαγγελματίες και η Λουίζ εκτελέστηκε τον Ιανουάριο του 1900. Πίσω από το έγκλημα κρύβονταν, ατιμώρητες, οι Αμελια Σάτς και η Αννι Γουόλτερς. Φαινομενικά η Αμέλια Σατς έδειχνε πως είναι μια πολύ ευγενική ψυχή που αφιερωθεί στα παιδιά χωρίς που χρειάζονταν φροντίδα και στοργή. Στο πλαίσιο αυτής της βαθύτατης έγνοιας της για τα μωρά άνοιξε μια «φάρμα βρεφών» στο Λονδίνο. Έδειχνε τεραστία φροντίδα στις ετοιμόγεννες ανύπαντρες μητέρες και πλήρωνε για μια πολύ προσεγμένη διαφήμιση στις εφημερίδες, όπου τόνιζε πως στον πολύ προσαγμένο και όλο ανέσεις χώρο της, υπήρχε πάντα ειδικευμένη νοσηλεύτρια. Μάλιστα μπορούσε και να υιοθετήσει τα παιδιά με μια επιπλέον χρέωση 50 λιρών. Στην πραγματικότητα, όλα τα βρέφη παραδίδονταν στην Αννι Γουόλτερς, που τα δηλητηρίασε και τα μικροσκοπικά πτώματά τους πετάγονταν στον Τάμεση ή στα σκουπίδια.

Το 1902, η Αμέλια έδωσε στον Γουόλτερς το αγοράκι μιας ανύπαντρης εργαζόμενης μητέρας, για να το σκοτώσει και το πετάξει, όπως πάντα. Η Άννι, για κάποιο λόγο, πήρε αυτό το μωρό στο σπίτι της. Ο ιδιοκτήτη της, που ήταν αστυνομικός παραξενεύτηκε και τις έκανε ερωτήσεις πως και από που ένα μωρό βρίσκονταν στον χώρο της και που ήταν οι γονείς του. Η Αννι ισχυρίστηκε πως κρατούσε το παιδί, κάνοντας χάρη στους γονείς του, που ήταν καλοί της φίλοι και επρεπε να βρίσκονταν Κενσίγκτον. Ενώ εξηγούσε τον λόγο που είχε το μωρό, φαινόταν πολύ μπερδεμένη, ενώ αναφέρονταν σε αυτό ως «αγαπητό κοριτσάκι». Η γυναίκα του ιδιοκτήτη όμως, είχε φροντίσει το παραβεβλημένο μωρο και είχε βέβαια δει πως είναι αγόρι. Λίγες μέρες αργότερα το παιδί πέθανε και οι ιδιοκτήτες σεβάστηκε τη θλίψη της Αννι που έδειχνε συγκλονισμένη και δεν της έκαναν ερωτήσεις.

Δύο μήνες αργότερα η νοικάρισσά νοσοκόμα, έφερε ένα άλλο μωρό στο σπίτι, που επίσης πέθανε στον ύπνο του, όπως ισχυρίστηκε εκείνη. Ο αστυνομικός της κατάγγειλε, έγινε έρευνα στο βρεφοκομείο της Αμελια Σάτς και συνελήφθησαν και οι δυο γυναίκες, μάλιστα η Γουόλτερς με ένα νεκρό παιδί που ετοιμαζόταν να το πετάξει στον Τάμεση, επ αυτοφώρω. Στη δίκη δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα, που έμεινε στην Ιστορία ως «η φάρμα των μωρών». Η Αννι ήταν 54 χρονών, δηλωμένη ως χήρα και λάτρης των μικρών παιδιών. Κατηγορούταν για τη δολοφονία των πλασμάτων που λάτρευε. Η Αμέλια ήταν, 29 ετών, παντρεμένη και κατηγορούμενη ως ηθική αυτουργός των δολοφονιών. Οι καταθέσεις μαρτύρων, αστυνομικών και γοήτρων αποκάλυψαν ένα κύκλωμα κυνικής απανθρωπιάς, που έταζε στις ημέτερες ασφάλεια για τα παιδιά και μεσολάβηση για σπουδαίες υιοθεσίες σε πλούσιες οικογένειες για τα μωράς. Μετα το τελευταίο φιλί των μανάδων, αμέσως χορηγούσαν τα μωρα χλωροφόρμιο και καρμπολικό οξύ, οδηγώντας τα σε ακαριαίο θάνατο. Την Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 1903 και οι δύο γυναίκες απαγχονίστηκαν. Κανείς δεν ζήτησε τα πτώματα τους, ούτε θέλησε να τους κάνει κηδεία. Δεν κύλησαν δάκρυα, ούτε κανείς είπε ποτέ αν θυμόταν κάτι απ αυτές…
