ΑΝ(ν)ΑΛΥΣΕΙΣ: Ο Σάκης, η Μενδώνη κι οι «Ιερές Αγελάδες»…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Λυπάμαι, που θα στενοχωρήσω αρκετούς αλλά δεν είμαι υπέρ των «Ιερών Αγελάδων». Δεν με πειράζει αν ο Σάκης, ο Μάκης, ο Λάκης τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, αν δεν ενοχλείται ο ίδιος. Δεν με απασχολεί, αν θα τραγουδήσει Ρίτσο, η Πάολα, αν της δώσει την άδεια η κόρη του. Πρόοδο το θεωρώ, όταν κάποιος θέλει να προχωρήσει από τα «Μακαρόνια με Κιμά», σε μουσική, που προάγει την ποιότητα. Σαφώς, ο καθένας πρέπει να ξέρει μέχρι, που φτάνουν τα όριά του κι οι φιλοδοξίες του. Αν μπορεί ν΄ ανταποκριθεί. Αν, λοιπόν ο Σάκης, ο Μάκης, ο Τάκης έχει όρεξη να τα διευρύνει, θέλει να βελτιώσει την εικόνα του, να του δώσουν το Ηρώδειο, πρόβλημα ουδέν. Αν φάει τομάτες, μαρούλια, χειροκρότημα, πάλι δικό του το θέμα. Το φαινόμενο «Σάκης» δεν είναι τωρινό. Θυμάμαι μια φορά κι έναν καιρό στην ελληνική πρεσβεία στην Αμερική φαγώθηκαν κάποιες να φωτογραφηθούν μαζί του. Δεν τον ξέρω τον Σάκη Ρουβά. Δεν έχω πάει να τον ακούσω ποτέ. Δεν τρελαίνομαι ούτε για τα τραγούδια, που έχει πει, δεν έχω κανέναν δίσκο του. Δεν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας παρά μόνο εκεί στη Νέα Υόρκη. Δεν ξέρω αν θα πάω στο μέλλον. Φωτογραφήθηκε υπομονετικά με όποιον είχε τη διάθεση, χωρίς κανέναν ελιτισμό, χωρίς καμία ένδειξη δυσαρέσκειας, κι ας ήταν ήδη γνωστός. Πριν λίγα χρόνια έγινε το έλα να δεις, όταν ο αντιδήμαρχος Νέας Σμύρνης τον έφερε να τραγουδήσει Θεοδωράκη. Ο κόσμος ήρθε. Όσο κι αν πολλοί μιλούσαν για φιάσκο είτε για λόγους περιέργειας είτε γιατί περίμεναν να δουν κάτι διαφορετικό είτε απλά για να κάνουν ένα πικρόχολο σχόλιο ήρθαν. Δεν θα πω ότι η μουσική του Θεοδωράκη έγινε καλύτερη με τον Ρουβά. Παρόλα αυτά δεν την πέθανε κιόλας. Προσπάθησε να τη σεβαστεί. Κάποιοι θα πουν ότι τα κατάφερε. Κάποιοι ότι της άλλαξε τα φώτα. Δεν το θέλουμε; Προτιμάμε να βρίζουμε τον Σάκη ή τον κάθε Σάκη, που έγινε γνωστός από τα μακαρόνια με κιμά; Δεν έχει το δικαίωμα στην ποιότητα; Και ποιος το ορίζει αυτό; Εμείς, θα του βάλουμε φραγή; Και ποιοι είμαστε εμείς; Δικά μας είναι τα τραγούδια;

Ο ελιτισμός μόνιμη πληγή

Υπάρχουν τραγουδιστές, που έχουν φάει φραγή από διάφορα άλλα μέσα, γιατί έκαναν το λάθος στα νιάτα τους να πουν κάτι, που δεν άρεσε σε κάποιον κριτικό. Δηλαδή αν πάρουμε τον στίχο «Νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου», μειώνεται η αξία του Καζαντζίδη; Μην τρελαθούμε, με τους κάθε λογής κριτές, που έχουν κάτσει και κρίνουν τους καλλιτέχνες και δεν ξέρουν να πάρουν ένα ρε ή ένα ντο σωστά. Μην τρελαθούμε με όλους όσοι νομίζουν ότι το δικαίωμα να τραγουδήσει κάποιος ή να παίξει μουσική είναι αποκλειστικά δικό τους, επειδή έχουν μεγάλες περγαμηνές και πολλά χρόνια στο στερέωμα. Υπάρχουν εξαιρετικοί δημιουργοί, που είναι καλλιεργημένοι κι άλλοι, που δεν έχουν την ίδια κατάρτιση. Αλλά το τραγούδι, το θέατρο, η ζωγραφική είναι πάνω απ΄ όλα μεράκι και πάθος. Αν ήταν έτσι την Αλεξίου, που τραγουδούσε σε πανηγύρια, θα την αφήναμε στη Βοιωτία, μην και μας χαλάσει τη σούπα. Χιλιάδες τόνοι μελάνης έχουν γραφτεί για την Άντζελα Δημητρίου, για τις απίστευτες λεκτικές κοτσάνες της, για το γεγονός ότι δεν έμπαινε στα μαύρα και τα άσπρα μαύρα πλήκτρα, ότι ήταν φάλτσα ό, τι ό, τι… Ποια θα μπορούσε να πει καλύτερα το «Φωτιά στα Σαββατόβραδα;».Ναι, δεν θα γίνει ποτέ η λαίδη Άντζελα, η νέα Μονσερά Καμπαγιέ, ούτε η Αλεξίου ούτε η Βιτάλη αλλά  τι να κάνουμε; Πόσα χωρισμένα ζευγάρια δεν έχουν ακουμπήσει σ’ αυτό το τραγούδι, γιατί εξέφρασε κάτι συλλογικό; Δεν την πήραμε την Άντζελα για να μας κάνει μαθήματα Γλωσσολογίας σαν τον Μπαμπινιώτη.

Ελιτισμός σε γνωστούς κι αγνώστους

Ο ελιτισμός στον πολιτισμό είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα και μάλιστα διαρκείας. Αν ο ένας έκανε «χι» βήματα στα νιάτα του για ν΄ αναγνωριστεί, μοιάζει να μην έχει δικαίωμα να προχωρήσει πουθενά. Τον κυνηγούν οι Ερινύες της νιότης. Κι αν κάνει το βήμα και στα γηρατειά ακόμη χειρότερα. Θυμάμαι διάφορους κριτικούς να κοπανιούνται γιατί η Βουγιουκλάκη θα πήγαινε στην Επίδαυρο, επειδή δεν ήταν «ποιοτική» ηθοποιός. Το δικαίωμα της χρήσης της Επιδαύρου ήταν άλλη μία ιερή αγελάδα. Αλλά είναι και δικαίωμα του πολίτη να επιλέξει, που και πότε θα πάει. Η Βουγιουκλάκη ξεφτιλίστηκε από εκείνο το εγχείρημά της, γιατί δεν είχε φωνή, για να παίξει Επίδαυρο. Όμως, αυτό δεν μειώνει τη συνεισφορά της στον ελληνικό κινηματογράφο, σ΄ αυτή τη φρεσκάδα, που ομολογουμένως την κράτησε πολλά – πολλά χρόνια και τελικά κατάντησε μανιέρα. Δεν με χαλάει, λοιπόν, καθόλου, αν της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη της αρέσει η «Τζένη – Τζένη» ,γιατί κι εμένα μου αρέσουν οι ελληνικές κωμωδίες. Όσο ο Αλμοδοβάρ είναι θεός, τόσο χαίρομαι τον Χατζηχρήστο να παίζει τον «Ηλία του 16ου». Όλους πια να τους κατακρίνουμε, αν δεν τους αρέσει ο Αγγελόπουλος, με τα υπέροχα πλάνα του, που όλοι περιμένουμε να μιλήσει κάποιος αλλά τελικά δεν μιλάει κανείς; Ούτε θ΄ απολογηθώ γιατί δεν τρελαίνομαι για τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, που τις θεωρώ υπέροχες αλλά καταθλιπτικές.  Αντίστοιχα θα μπορούσα να πω ότι ενθουσιάστηκα με την ταινία του Βαρδή Μαρινάκη, για το «Μαύρο Λιβάδι» (2009), η οποία πήρε βραβείο φωτογραφίας. Θεωρώ πως έχει μία ιδιαίτερη ματιά ο Λάνθιμος στα πράγματα, αλλά προσωπικά δεν μου αρέσουν οι ρεαλιστές σκηνοθέτες. Είναι δικαίωμά μου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζω την αξία του. Το γεγονός ότι σε κάποιον αρέσει πιο πολύ ο Ρίτσος, ο Καββαδίας, ο Ελύτης δε σημαίνει ότι πρέπει να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων όλους τους άλλους. Γιατί για να βγει ένας Ελύτης χρειάζεται να υπάρχουν άλλοι χίλιοι, που είναι μέτριοι. Για να βγει ένας Χριστιανόπουλος, θα πρέπει να υπάρξουν πεντακόσιοι, που τα ποιήματά τους είναι Γαργάλα τα. Για να βγουν διαμάντια από το ορυχείο, πρέπει να υπάρχει ορυχείο.

Κι έχουμε μία τάση ως λαός να μηδενίζουμε

Τεράστια αποθέματα ενέργειας χάνουμε γιατί όλους τους ανθρώπους, που αξίζουν τον κόπο, που έχουν να προσφέρουν κάτι τους πετάμε στα σκουπίδια. Πασχίζουμε για εξωστρέφεια σε όλα τα προϊόντα, εκτός από τον πολιτισμό μας. Φαντασία μηδέν. Γνώση, λόγος, μηδέν. Κι ας μη μιλήσουμε για το χάλι, που βιώνουν οι συγγραφείς, που όλοι έχουν λόγο κι οικονομικές απολαβές για το έργο τους, εκτός από εκείνους. Να πάμε στον κινηματογράφο. Κανένα πλάνο, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Ακόμη και γνωστοί σκηνοθέτες ψάχνουν μπας και βρουν χρηματοδότηση για καλύτερες ταινίες. Η Αμερική ζει από τις ταινίες, εμείς, που ζούμε σ΄ έναν από τους ωραιότερους τόπους του κόσμου, δεν μπορούμε να γράψουμε ιστορία. Έτοιμοι είμαστε για τον επόμενο λιθοβολισμό. Στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, που παίζει ο Σωτήρης Μουστάκας για λίγα λεπτά άξιζε τον κόπο. Λες και το κύκνειο άσμα του Μουστάκα, που, τόση λάσπη έφαγε για εκείνες τις έρημες βιντεοταινίες στη δεκαετία του ‘80, ήταν τόσο δυνατό, όσο ο ρόλος του στον Ζορμπά. Απίστευτος ηθοποιός.

Η υπουργός Πολιτισμού και τα προβλήματα

Το πρόβλημα της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη και της κάθε κυρίας Μενδώνη είναι, αν αγαπάει αυτό που κάνει. Αν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, που εκπροσωπεί. Η κυρία Μενδώνη οφείλει ν΄ αποδείξει,  αν νοιάζεται γι΄ αυτούς, που είναι πια σε σημείο πενίας. Κι όχι με 5 μέτρα κι έξω από την πόρτα. Δεν έκαναν παράσταση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο της πριν λίγο καιρό, με κίνδυνο για τη ζωή τους, χωρίς να υπάρχει λόγος. Γιατί το υπουργείο Πολιτισμού είναι ένα διαφορετικό υπουργείο από ό, τι είναι όλα τα υπόλοιπα υπουργεία. Έχει μέσα του μεράκι, έχει μέσα του φαντασία, τέχνη, σκληρή δουλειά, που δεν αποτυπώνεται σε χαρτούρα και συχνά και με αβέβαιο αποτέλεσμα. Δεν αφορά μόνο αυτούς, που είναι πρώτα ονόματα κι ένα μεροκάματο θα το πάρουν. Αλλά κι όλους εκείνους, τους μικρομεσαίους καλλιτέχνες, που δεν έχουν μεροκάματο, με τη διάλυση των συναυλιών, των θεάτρων και της εστίασης. Αυτή η χώρα έμεινε όρθια χρόνια τώρα γιατί δημιούργησε στην κυριολεξία πολιτισμό. Ο Απόλλωνας με τις 9 μούσες του, το θέατρο,  η ελληνική δημιουργία στο βιβλίο, εκθέσεις Ελλήνων ζωγράφων στο εξωτερικό, όλα αυτά, που την κάνουν ξεχωριστή. Δεν με νοιάζει λοιπόν καθόλου, αν η Λίνα Μενδώνη δηλώνει ότι της αρέσει η «Τζένη – Τζένη». Καλά κάνει. Κι η Κονιόρδου ως υπουργός Πολιτισμού, από τους Οικολόγους Πράσινους, που υποτίθεται ήταν από τον χώρο του θεάτρου δεν θα μνημονεύεται για το έργο της σ΄ αυτό το υπουργείο. Και ενώ είχε αφήσει πράγματα ο Νίκος Ξυδάκης έμειναν στη μέση. Το γεγονός ότι κάποιος είναι καλός ως καλλιτέχνης δεν σημαίνει ότι κάνει για υπουργός Πολιτισμού. Δεν θα κρίνω την κυρία Μενδώνη για το γούστο της, αλλά για το γεγονός πως δεν σκέφτεται πως θα ζήσουν όλες αυτές οι οικογένειες. Ό, τι δόθηκε έχει γίνει καπνός. Κι υπάρχουν άνθρωποι, που λόγω της κατάστασης, που επικρατεί στον χώρο, δεν πήραν φράγκο, εξαιτίας του νομικού πλαισίου. Δεν έχουν να φάνε.

Ελληνικές και ξένες παραγωγές

Με εξαίρεση ελάχιστες ξένες κι ελληνικές παραγωγές, που έγιναν ή γίνονται λόγω κορωνοϊού – γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είχε καν το θάρρος να παραδεχτεί ότι το γεγονός ότι έχουμε ξένες παραγωγές λόγω των προσπαθειών του Νίκου Παππά και στην προεργασία, που έγινε ο κόσμος της Τέχνης είναι σε απόλυτο αδιέξοδο. Πιο απόλυτο δεν γίνεται. Συναυλίες ακυρώθηκαν, εκθέσεις δεν έγιναν, θεατρικές παραστάσεις αναβλήθηκαν, εισιτήρια ακυρώθηκαν, τηλεοπτικές παραγωγές έμειναν στη μέση. Χορευτές και χοροδιδάσκαλοι δεν έχουν μεροκάματο και λόγω της φύσης της δουλειάς τους δεν μπορούν ν΄ ανταποκριθούν. Εργαζόμενοι σε φιλαρμονικές τραβούν τα μαλλιά τους, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι όλοι… Δεν υπάρχει ένας κλάδος του πολιτισμού, που να έχει μείνει με τον κορωνοϊό στο απυρόβλητο ενώ ήδη είχε περάσει και τη δεκαετή, μνημονιακή κρίση.

200.000 άνθρωποι σε τέλμα

Το πρόβλημα λοιπόν του ελληνικού πολιτισμού δεν είναι ο Σάκης, ο Λάκης, ο Τάκης ούτε οι κατά καιρούς ελίτ, που πιάνουν στασίδι στο υπουργείο Πολιτισμού. Το πρόβλημα είναι πως δεν έχουμε αντιληφθεί πως ο πολιτισμός μας είναι η κινητήριος δύναμή μας κι ό, τι πάνω από 200.000 άνθρωποι κι οι οικογένειές τους είναι σε τέλμα. Και δεν είναι όλοι Σάκηδες, που θα τους δώσει η κυβέρνηση το Ηρώδειο. Υπάρχουν και τεχνικά επαγγέλματα, που ζουν από τον καλλιτεχνικό χώρο. Όλος ο κόσμος του βιβλίου ζει τις συνέπειες αυτές τις κατάστασης.  Μέσα στα μνημονιακά χρόνια έγιναν αλλεπάλληλα λουκέτα, πτωχεύσεις, καθυστερήσεις. Ενδιαφέρον από την πολιτεία σχεδόν μηδενικό. Με τον κορωνοϊό ήρθε κι έδεσε το γλυκό.

Φιέστες τύπου Θήρας

Οι φιέστες τύπου Θήρας είναι ένα καραγκιοζιλίκι, διότι ο κόσμος δεν έχει ανάγκη να δει το ηφαίστειό της το οποίο έχει δει χιλιάδες ή κι εκατομμύρια φορές. Δεν έχει ανάγκη διαφήμισης η Σαντορίνη, υπενθύμισης έχει. Σε ζωντανή σύνδεση θα μπορούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να κάνει γνωστό ένα άλλο μέρος και να έχει διαφήμιση μια περιοχή, που δεν την ήξερε κανείς αλλά είναι εξίσου γοητευτική. Χιλιάδες ωραία ηλιοβασιλέματα έχει τούτη η χώρα, υπέροχες Ανατολές, εκπληκτικές θάλασσες, φανταστικά βουνά. Ούτε μ’ ένα υποβρύχιο μουσείο στην Αλόννησο, που δεν ξέρουμε πως και με ποιους όρους θα φυλάσσεται, ώστε να μη γίνει αργά ή γρήγορα έρμαιο των αρχαιοκάπηλων. Η κ. Μενδώνη ή το Φεστιβάλ Αθηνών δεν λοιδορείται ούτε για το άσχημο φόρεμά της ούτε για τη χαρακτηριστική στέκα της ούτε καν για τον Σάκη, Μάκη, Τάκη. Δεν μας ενδιαφέρει η στέκα της. Το υπουργείο Πολιτισμού τρέχει πολύ σημαντικά προγράμματα έχει σχέση με μουσεία, με ΕΣΠΑ με χρηματοδοτήσεις θεάτρων, ελληνικά και ξένα προγράμματα κ.ά.

Κυρία Μενδώνη, δείτε ό,τι θέλετε, ντυθείτε όπως επιθυμείτε αλλά επικοινωνήστε με τους καλλιτέχνες και να μην τους αφήσετε να πεινάσουν

Στην πολιτική δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι κούκλος ή κακάσχημος, αν φοράει ρούχα από το Ντιορ ή από τη βιοτεχνία της γειτονιάς. Σημασία έχει αν ο σκοπός για τον οποίο μπήκε να κάνει έργο έχει βρει αποτύπωμα στην κοινωνία. Και παρότι η κ. Μενδώνη δεν είναι  άσχετη με το υπουργείο της, δεν έχει βρει έναν τρόπο να επικοινωνήσει με τους καλλιτέχνες και να μην τους αφήσει να πεινάσουν. Κι όσο θα λειτουργεί έτσι, νομίζοντας ότι με το αρχαιολογικό της παρελθόν, λύνει όλες τις αδυναμίες, τόσο θα καταντά το υπουργείο Πολιτισμού, μία παρωδία για τους ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης.