Η συγκεκριμένη δήλωση της συνεντευξιαζόμενής μου, η οποία μπήκε ως τίτλος, δεν αποτελεί τυχαία επιλογή. Βλέπετε, όλο και πιο συχνά ακούμε ή βλέπουμε τους ανθρώπους γύρω μας να μιλούν για στενοχώριες και ατυχίες. Μοιάζει σα να μην υπάρχει φως. Αλλά αυτό δεν ισχύει, όχι πάντοτε, όχι αποκλειστικά. Οι ηθοποιοί στην Ελλάδα (και είμαι βέβαιη, όχι μόνο στην Ελλάδα και όχι μόνο οι ηθοποιοί!) ζουν πολύ δύσκολα. Πολλή δουλειά, ελάχιστα χρήματα, σπανίως έρχεται και η αναγνώριση. Ευτυχία για εκείνους είναι να βρουν σε έναν ρόλο έμπνευση, να δουλεύουν καλά με τους συναδέλφους τους, να ομορφαίνουν κάπως τον κόσμο, να κομίζουν κάτι-από παρηγοριά, μέχρι μαθήματα ζωής, γιατί όχι!-στο κοινό. Η Αγγελική Κοντού, θα σας είμαι ειλικρινής, είναι μια από τις εκατοντάδες ταλαντούχες και δουλευταρούδες Ελληνίδες ηθοποιούς και, για να σας είμαι ακόμα πιο ειλικρινής, με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από τις δεκάδες μη ταλαντούχες και μη δουλευταρούδες που, όμως, κάπως πέτυχαν να αγγίξουν τον ορίζοντα της Φήμης. Με ενδιαφέρει να σας την συστήσω. Όχι, δεν έπαιξε στις Άγριες Μέλισσες, ούτε στα Νούμερα του Δεληβοριά. Αλλά φέτος κρατά έναν πολύ ζόρικο ρόλο τον οποίο δεν διεκπεραιώνει απλώς, τον υπηρετεί. Είναι αυτός της εμβληματικής Νόρας που εμπνεύστηκε ο Ίψεν. Ο Πέτρος Νάκος μετέφρασε το «Κουκλόσπιτο» και το ανέβασε στην καταπληκτική σκηνή του θεάτρου Altera Pars φυσώντας στα σπλάχνα του έργου αέρα φρεσκάδας, χωρίς ίχνος δήθεν μοντερνιάς και περιττής αναστάτωσης των κεντρικών γραμμών που διέπουν το κείμενο και τους χαρακτήρες του. Η Αγγελική Κοντού αποκαλύπτεται στο Spotlight Post. Μα, ακόμη περισσότερο, ακόμη λαμπερότερα, πάνω στη σκηνή. Ως οφείλει. Απολαύστε!
–Αγγελική, ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στην δουλειά μιας ηθοποιού, κατά την άποψή σου;
«Να παραμείνεις συγκεντρωμένη, εστιασμένη στο αντικείμενο της δουλειάς μας. Είναι τρομερά δύσκολο να κάνεις φόκους όταν όλα τριγύρω λειτουργούν τόσο διασπαστικά. Ένας ηθοποιός πρέπει να έχει απόλυτη και πλήρη συγκέντρωση για να κάνει αυτή τη δουλειά. Ελάχιστοι ηθοποιοί έχουν στη χώρα μας αυτή την πολυτέλεια. Συνήθως κάνουμε δυο, τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτοχρόνως, είτε είναι σχετικές με το θέατρο και την υποκριτική, είτε όχι και αυτό σε αποδιοργανώνει και σε διασκορπά. Η καθημερινότητα με τους ρυθμούς που τρέχει δεν σ’ αφήνει να συμμαζέψεις εύκολα το μυαλό και την ψυχή σου και να τα συντονίσεις προς μία ενιαία και σαφή κατεύθυνση, αυτή που χρειάζεται ο εκάστοτε ρόλος».
–Πότε αντιλήφθηκες ότι αυτό είναι που θες να κάνεις στην ζωή σου;
«Καλώς ή κακώς από πολύ μικρή, από την έκτη δημοτικού κι από τότε δεν σταμάτησα να παίζω θέατρο, στο θεατρικό όμιλο του σχολείου, σε ερασιτεχνικές ομάδες, μετά στη σχολή και μετά επαγγελματικά. Αυτό έχει το θετικό ότι από πολύ μικρή ανακάλυψα κάτι να με συναρπάζει και να με γεμίζει, από την άλλη μπορεί να λειτουργεί και κάπως εγκλωβιστικά, γιατί σου στερεί την ικανότητα της προσαρμοστικότητας που είναι απαραίτητη για την προσωπική ισορροπία».
–Τι άλλο καταλαμβάνει χώρο στην καθημερινότητά σου εκτός από το θέατρο;
«Ειδικά αυτή την περίοδο, σχεδόν τίποτα άλλο, αλλά προσπαθώ να ξεκλέβω χρόνο για τους φίλους, τους γονείς μου, για ταινίες, μουσικές και podcast. Αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο και ηρεμία θα ‘θελα να διαβάζω παραπάνω, γιατί όποτε καταφέρνω και το κάνω αποσυμπιέζομαι πολύ, αλλά σπάνια έχω το χρόνο, τη χαλαρότητα και τη συγκέντρωση που χρειάζεται».
–Στη «Νόρα: Το σπίτι της κούκλας» τι ρόλο έχεις; Μίλησέ μας λίγο για το έργο και για την παράσταση…
«Στην παράσταση έχω το ρόλο της Νόρας κι είναι ίσως η πιο ευτυχισμένη μου στιγμή ως ηθοποιός που μου δόθηκε αυτή την ευκαιρία. Τώρα για το έργο και το ρόλο δεν ξέρω τι να πω – τι να πρωτοπώ δηλαδή – “Το σπίτι της κούκλας” είναι από τα πιο αγαπημένα, δημοφιλή και κλασικά έργα όλων των εποχών κι ο ρόλος της Νόρας κουβαλά μια τεράστια μυθολογία σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει παιχτεί σε κάθε γωνιά της γης ενάμιση αιώνα τώρα και είναι πολύ μεγάλη πρόκληση για κάθε ηθοποιό. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι νιώθω ιδιαιτέρως περήφανη και χαρούμενη που έχω αυτό το ρόλο στη συγκεκριμένη παράσταση. Είναι μια παράσταση που στήθηκε με πολύ αγάπη, μεράκι, ειλικρίνεια και πάθος. Προσπαθήσαμε να αποδώσουμε ένα “Κουκλόσπιτο” απόλυτα αληθινό, σύγχρονο, οικείο και ουσιαστικό και όλοι όσοι δουλέψαμε γι’ αυτή την παράσταση το κάναμε με την πιο θετική ενέργεια, με πίστη και αφοσίωση καταθέτοντας αυτούσια κομμάτια του εαυτού μας. Αυτή η συγκυρία είναι σπάνια και πολύ συγκινητική όταν επιτυγχάνεται και φυσικά αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τον Πέτρο Νάκο, το σκηνοθέτη μας που είναι ο εμπνευστής αυτού του κόσμου της Νόρας που συνθέσαμε όλοι μαζί».
–Θα σε ενδιέφερε ποτέ να σκηνοθετήσεις; Ή να γράψεις κάτι δικό σου;
«Στη σκηνοθεσία έχω κάνει τις πρώτες μου απόπειρες είναι η αλήθεια. Η πρώτη ήταν μαζί με τον Πέτρο Νάκο, που συνεργαζόμαστε ήδη επτά χρόνια κι έχουμε αναπτύξει μια πολύ “κοινή γλώσσα”, στη μουσικοθεατρική παράσταση “Κρόνος και Δίας: Μονομαχία χωρίς τέλος” και η δεύτερη ήταν το φθινόπωρο που μας πέρασε, πάλι μουσικοθεατρική παράσταση το “Στην απέναντι όχθη”, ένας μονόλογος με τη Μίνα Χειμώνα σε δικά μας κείμενα για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Και στις δύο περιπτώσεις επιμελήθηκα τα κείμενα, αλλά ποτέ δεν έχω τολμήσει να γράψω μόνη κάτι από το μηδέν. Έχω την αίσθηση ότι η θεατρική γραφή είναι το πιο δύσκολο είδος, όχι τόσο το να γράψεις ένα κείμενο που να το αξιοποιήσει κάποιος ως βάση για μια παραστατική δράση, αλλά το να γράψει κανείς θέατρο με ήρωες αληθινούς ανθρώπους που βιώνουν μια αληθινή ιστορία και αυτή η ιστορία να έχει ένα μέγεθος και μια ουσία, κάτι σημαντικό να πει στους ανθρώπους που την παρακολουθούν, μου φαίνεται τρομερά δύσκολο και σύνθετο. Ως προς τη σκηνοθεσία, επειδή έχω συνηθίσει να εμπλέκομαι σε όλα τα κομμάτια μιας παραγωγής και έχω υπάρξει αρκετές φορές βοηθός σκηνοθέτη, μου είναι σχετικά πιο εύκολο να έχω μια ολιστική οπτική, όπως είναι η σκηνοθετική, αλλά και πάλι νομίζω πως ο ρόλος που μου ταιριάζει περισσότερο είναι του ηθοποιού: αυτό έχω σπουδάσει, σε αυτό έχω εμβαθύνει, με αυτό νιώθω οικεία, με γεμίζει και με απελευθερώνει».
–Βλέπεις θέατρο; Γιατί, συνήθως, οι ηθοποιοί λέτε πως δεν προλαβαίνετε…Ποια παράσταση μας προτείνεις, εκτός φυσικά από την δική σας;
«Γενικά, έχω δει πολύ θέατρο από μικρή και πάντα το απολαμβάνω πολύ. Το ότι δεν προλαβαίνω είναι γεγονός, οι πρόβες γίνονται σχεδόν πάντα τις ώρες παραστάσεων, οπότε συνήθως ή θα κάνω πρόβα ή θα παίζω σε παράσταση. Φέτος έχω καταφέρει να δω ελάχιστες παραστάσεις, οπότε δεν είμαι ο κατάλληλος “οδηγός θεάτρου”. Όταν ανέβει και η δική μας θα αρχίσω να βλέπω, είναι πολλές οι παραστάσεις που θα ήθελα να δω».
–Τι σχεδιάζεις για τη νέα χρονιά καλλιτεχνικά; Πού σε βλέπεις;
«Τώρα όλη μου η ενέργεια δίνεται στη Νόρα, από τη νέα χρονιά θα κάνουμε κάποιες ακόμη παραστάσεις με την «Απέναντι όχθη» και την άνοιξη θα συμμετέχω σε νέα παράσταση, αλλά όπως λέμε συνήθως… “δεν είναι κάτι ανακοινώσιμο προς το παρόν».
–Κατάφερε κάτι το κίνημα «Support Art Workers», πιστεύεις; Έχει αλλάξει κάτι από την προ καραντίνας κατάσταση μέχρι σήμερα που μιλάμε;
«Είναι σύνθετο το ζήτημα. Η πρώτη καραντίνα με την παντελή απουσία μέριμνας από την κυβέρνηση για τον κλάδο μας, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη συλλογικής διεκδίκησης και συσπείρωσης και αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι. Αλλά ο συνδικαλισμός έχει γκρίζες ζώνες, πόσο μάλλον σ’ ένα επάγγελμα με τόσες ιδιαιτερότητες όπως το δικό μας. Επί της ουσίας ακόμη δεν θεωρώ ότι έχει αλλάξει κάτι, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Προς το παρόν, το θετικό είναι ότι έχουμε κάπως στρέψει το βλέμμα στα προβλήματα, αλλά το στάδιο των λύσεων μου φαίνεται πολύ μακριά προσωπικά. Τα συμφέροντα στον κλάδο μας είναι πολύ συχνά αντικρουόμενα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να υπάρξει ένα ενιαίο, συμπαγές μέτωπο που θα διεκδικεί προς το συμφέρον όλων, συν του ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν κλάδο – που κακά τα ψέματα – έχει έντονα χαρακτηριστικά οπορτουνισμού και ματαιοδοξίας τα οποία είναι πολύ βλαβερά για τις κινηματικές δράσεις. Καταληκτικά πιστεύω πως οι κινηματικές δράσεις μπορούν να φέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα όταν εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών προταγμάτων, όταν δηλαδή έχουν ένα στιβαρό πολιτικό υπόβαθρο που να βλέπει και αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του “ειδικού” τοποθετώντας το όμως ταυτοχρόνως εντός της “μεγάλης εικόνας”».
–Πού σε βλέπεις σε δέκα χρόνια από σήμερα;
«Δύσκολη ερώτηση και δεν έχω απάντηση. Ειδικά από την καραντίνα και μετά συνειδητοποίησα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, πόσο σημαντικό είναι το να εστιάζεις στο “τώρα” και πόσο ανούσιο είναι τελικά να σχεδιάζεις το αύριο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν μπορούμε να προγραμματίζουμε τίποτα ή να επενδύουμε στο μέλλον, αλλά δεν μπορούμε να “αγκιστρωνόμαστε” σε αυτό. Οπότε πραγματικά δεν έχω ιδέα πως θα είμαι σε δέκα χρόνια κι ούτε θέλω να έχω, θέλω να κάνω ότι μπορώ για να ζω καλύτερα και να αξιοποιώ την κάθε μέρα, το σήμερα που δεν μπορείς να ξέρεις αν θα αποδειχτεί καλύτερο ή χειρότερο από το αύριο».
Info:
«Nόρα: Το σπίτι της κούκλας»
Ως τις 29 Ιανουαρίου
κάθε Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00 στη σκηνή του Altera Pars
(Μεγ. Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός)