
Ριζορτζιμέντο! Η Ιταλία, όπως και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, γνώρισε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα μια διαδικασία σταδιακής εκ νέου διερεύνησης και διεκδίκησης της εθνικής της ταυτότητας. Αυτή η διαδικασία, που διήρκεσε πολλές δεκαετίας μέχρι την κατάκτηση της ανεξαρτησίας την 17η Μαρτίου του 1861, ορίστηκε από τους σύγχρονους και από τους ιστορικούς κατόπιν με το όνομα «Ριζορτζιμέντο» – Παλιγγενεσία. Ένας ορισμός που υπογράμμιζε το χαρακτήρα της πολιτιστικής και πολιτικής αναγέννησης, της λύτρωσης από μια κατάσταση υποδούλωσης και ηθικής κατάπτωσης με την επιστροφή σε ένα ένδοξο και μεγαλειώδες παρελθόν, χωρίς να έχει σημασία αν είναι μυθικό ή πραγματικό. Ένα ζήτημα που απασχόλησε τους ιστορικούς και λόγιους είναι η χρονολογία – αφετηρία του κινήματος της Παλιγγενεσίας. Υπήρξαν ισχυρές συγκρούσεις και πολεμικές ανάμεσα στους λόγιους. Κάποιοι – εθνικιστικής κυρίως αντίληψης και προέλευσης – ήθελαν να παρουσιάσουν το ενωτικό κίνημα σαν ένα εντόπιο δημιούργημα και ιδιαίτερα του οίκου της Σαβοΐας. Άλλοι αντιθέτως ανακάλυπταν τις πνευματικές ρίζες στο κίνημα του διαφωτισμού και εκείνες τις πολιτικό – στρατιωτικές στη Γαλλική επανάσταση και στη Ναπολεόντεια εμπειρία. Είναι προφανές ότι οι πνευματικές ρίζες της Παλιγγενεσίας ανάγονται στο κίνημα αναμόρφωσης του Διαφωτισμού. Το αποδεικνύουν γραπτά ανδρών προέλευσης και έμπνευσης μασονικής, όπως οι Pietro Giannone, Ferdinando Galiani, καθώς και τα έργα των μιλανέζων διαφωτιστών όπως των Verri, Beccaria κλπ. Η ύπαρξη των Γιανσενιστικών αντιλήψεων αλλά επίσης και ο ανοιχτός πόλεμος που αρχίζει στην Ιταλία εναντίον της εκκλησίας, ενισχύουν τον παραπάνω ισχυρισμό.

Παθιασμένος Ιταλικός Φιλελληνισμός ως πατριωτικός δικός τους
Ο Ιταλικός φιλελληνισμός είναι διαφορετικός από τους άλλους των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Αναπτύσσεται και αυτός δειλά – δειλά στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υποχωρεί, αυτός γιγαντώνεται. Στην Ιταλία ο εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων είχε σημαντικό αντίκτυπο εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η χώρα, αφού όπως και η Ελλάδα ήταν υπό κατάκτηση και δεν είχε συσταθεί ως κράτος. Η συγγραφή με θέμα την Επανάσταση και απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ήταν για τους Ιταλούς απλά μόδα και οίστρος, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές, αλλά πατριωτική ανάγκη. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι διανοητές, λογοτέχνες και πολιτικοί όλων των αποχρώσεων, όπως και άλλοι λιγότερο καταξιωμένοι, εμπνεύσθηκαν, συνέθεσαν και έγραψαν για την Ελλάδα. Ένα ευνοϊκό «κράμα» για τον αγώνα της Ελλάδας αλλά και για τη φιλελληνική παραγωγή απετέλεσαν ο «μύθος» και η αφύπνιση του έθνους με το πατριωτικό στοιχείο που ήταν αναγκαία για το Ρομαντισμό, η αρχαία Ελλάδα ως ιδανικός χώρος για τους νεοκλασικούς καθώς επίσης και το θρησκευτικό συναίσθημα για τη σύγκρουση Χριστιανών και Μουσουλμάνων (νεογουελφισμός), για τη σύγκρουση του Σταυρού με την ημισέληνο. Ο φιλελληνισμός στην αρχή ήταν μια έκφραση διαμαρτυρίας ενάντια σε καθεστώτα τυραννικά και σε δυνάστες, στοιχείο που προσπάθησε να εκφράσει ένα μέρος της Ιταλικής φιλελληνικής λογοτεχνίας, καθιστώντας κοινό εχθρό και για τις δυο χώρες την Ιερή Συμμαχία και ό,τι υπεράσπιζε τα συμφέροντά της.

Ο Ελληνικός ηρωισμός κυριαρχεί στην Ιταλική Λογοτεχνία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα
Η σφαγή της Χίου, η ηρωική άμυνα και έξοδος του Μεσολογγίου, το Σούλι και οι αγώνες του ενάντια στο δεσποτισμό και την τυραννία, η ναυμαχία του Ναβαρίνου, η συνθήκη της Αδριανούπολης, η δολοφονία του Καποδίστρια και η εγκαθίδρυση της μοναρχίας με την άφιξη του Όθωνα καθώς και τα πρόσωπα ελλήνων ηρώων, όπως των Μπότσαρη, Ρήγα και Κανάρη, αλλά και των ξένων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία της, όπως του Βύρωνα και του Santarosa, κυριαρχούν στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα στην Ιταλική φιλελληνική δημιουργία και αποτελούν πρότυπα ένδοξης και ηρωικής αυταπάρνησης και ανδρείας, όπως και αντίστασης ενάντια στον τύραννο. Αξίζει αρχικά να αναφερθούμε εν συντομία στο θερμότατο φιλελληνικό κύκλο του λογοτεχνικού περιοδικού Ανθολογία (1821–1833) που εκδίδονταν στη Φλωρεντία, εκπροσωπώντας γενικότερα την περιοχή της Τοσκάνης. Εκδότης ήταν ο G. P. Vieusseux και με το οποίο συνεργάστηκαν σημαντικότατοι λόγιοι, ποιητές, φιλόσοφοι, πολιτικοί. Σημαντική είναι η θέση που παίρνει η Ανθολογία από τις αρχές του 1821 (στο 2° μόλις τεύχος κυκλοφορίας της) για το θέμα της Ελληνικής επανάστασης: «… Για τέσσερις αιώνες η Ελλάδα υπέφερε κάτω από ένα βάρβαρο δεσποτισμό… αλλά διατήρησε ακέραιο τον εθνικό της χαρακτήρα. Γλώσσα, ήθη και έθιμα λίγο διαφέρουν από εκείνα που οι Τούρκοι βρήκαν κατακτώντας την».

Η πώληση της Πάργας από τους Άγγλους στον Αλί Πασά και η σπαρακτική φυγή των κατοίκων της
Το θέμα της πώλησης της πόλης της Πάργας όταν υποχρεώθηκαν οι κάτοικοί της να καταφύγουν στην Κέρκυρα, αφού οι Άγγλοι – που από το 1814 την κατείχαν – την πούλησαν το 1819 στον Αλί – Πασά προκάλεσε μια σειρά άρθρων, κειμένων και κρίσεων, όπως: “Exposè des faits qui ont prècèdè et suivi la cession de Parga” του Ανδρέα Μουστοξύδη (Παρίσι 1820), “Les Exilès de Parga” του βαρόνου D’ Ordre (Παρίσι 1820) και φυσικά το ενδιαφέρον του Ζακυνθινού «εθνικού ποιητή της Ιταλίας» Ugo Foscolo, ο οποίος έγραψε τον Οκτώβριο του 1819, την περίοδο που ήταν εξόριστος στο Λονδίνο, το άρθρο «On Parga» στην «Edinburgh Review», καθώς και το μερικώς εκτυπωθέν έργο «Narrative of events illustrating the vicissitudes and the cession of Parga» (1819-1820), τα οποία ήταν κυρίως μια πολιτική και ιστορική αναφορά. Η ιστορία της Πάργας αναφέρθηκε επίσης στο περιοδικό Conciliatore – όργανο των ιταλών ρομαντικών – την Κυριακή 17 Οκτωβρίου του 1819 σε μια κριτική που ασκεί ο Luigi Porro Lambertenghi: «…οι φτωχοί κάτοικοι της Πάργας, αντί να λυγίσουν έδωσαν μόλις τώρα στην Ευρώπη το μεγάλο παράδειγμα της μετανάστευσης και της καύσης των οστών των προγόνων τους…». Όμως και ο μεγάλος ιταλός ποιητής και διανοούμενος Giacomo Leopardi, το 1818, σε σχέδιο για το Ποίημα για την Ελλάδα αναφέρεται στην Ελλάδα ως «φίλη, μητέρα, των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων δασκάλα», τονίζοντας στα Ανάλεκτα στις 30 Αύγουστου 1821: «Η τωρινή επανάσταση της Ελλάδας, στην οποία συμμετέχουν Έλληνες από παντού, ένωσε ένα έθνος υπόδουλο με τρόπο που να την καθιστά αξιοθαύμαστη – αποδεικνύει ποιο είναι το εθνικό πνεύμα των Ελλήνων, η μνήμη και η ανθεκτικότητά τους, η ενότητα ενός υπόδουλου γένους, το μίσος που έχουν για το δυνάστη τους, μίσος που είναι συνδεδεμένο με την αγάπη για την πατρίδα – πηγή ζωής…». Για να καταλήξει: «Η υπόθεση της Πάργας αναφέρεται σε αυτό το θέμα» αφήνοντας να εννοηθεί ότι προβληματιζόταν με το θέμα της Πάργας, αφού είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της αδικίας της εποχής του, με αποτέλεσμα την Ελληνική επανάσταση και τη μεγαλειώδη συμμετοχή όλων των Ελλήνων.

«Οι πρόσφυγες της Πάργας» στα γαλλικά ως παράνομο ανάγνωσμα στην Ιταλία επηρεάζουν τις υπόλοιπες τέχνες
Από το άρθρο του Foscolo παρακινηθείς ο Giovanni Berchet συνέθεσε το I profughi di Parga-Οι πρόσφυγες της Πάργας (1819 – 1820), που είναι το ποιητικό αριστούργημα του ρομαντικού ιταλικού κινήματος. Τυπώθηκε στο Παρίσι και μεταφράστηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον Claude Fauriel. Στο έργο αυτό ο Berchet πραγματεύεται το θέμα της εξορίας, θέμα που κατέχει ξεχωριστή θέση στο ρομαντικό κίνημα. Το Πρόσφυγες της Πάργας είχε σημαντική απήχηση και έκανε πολλές εκδόσεις και επανεκδόσεις. Συνολικά μεταξύ 1823 και 1861 υπολογίζονται ότι έγιναν 24 διαφορετικές εκδόσεις, ιταλικές και ξένες. Αντίγραφα αυτών έμπαιναν λαθραία στην Ιταλία, όπου συνήθως οι πατριώτες τα αντέγραφαν, τα μάθαιναν αποστηθίζοντάς τα και τα απάγγελναν στις συναντήσεις, αλλά πρέπει να τονισθεί πως ένα έτος περίπου μετά την έκδοση του ποιήματος ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος Francesco Hayez απεικόνισε τη σκηνή των στίχων 216–218 στην οποία όλοι οι Παργινοί πριν επιβιβαστούν στις βάρκες για να περάσουν απέναντι στην Κέρκυρα, παίρνουν κάτι που να τους θυμίζει την πατρίδα τους:
«κάποιος ένα κλαδί, ένα θάμνο, κάποιος άλλος γυρίζει πίσω
και από το πάτριο έδαφος παίρνει μια χούφτα γης».
Μάλιστα για να δείξει ο ζωγράφος τα πατριωτικά συναισθήματά του που ο πίνακας αναδεικνύει, προσωπογραφεί τον εαυτό του πίσω από τον ιερέα. Ο Πίνακας αυτός του Hayez αποτελεί για το ιταλικό ρομαντικό κίνημα στη ζωγραφική τον σημαντικότερο ίσως δείγμα του, όπως και το ποίημα του Berchet για τη λογοτεχνία. Θα αναφερθώ επίσης στα τέσσερα σονέτα του νεοκλασικιστή Vincenzo Monti, του «Πατριάρχη» της ιταλικής λογοτεχνίας των αρχών του 19ου αιώνα, ο οποίος στο πλαίσιο της εγκωμιαστικής ποίησής του με τίτλο Sulla rigenerazione della Grecia- Για την αναγέννηση της Ελλάδας (1822) θέλει να ευαισθητοποιήσει την ευρωπαϊκή διπλωματία ώστε να συμπορευθεί με τον αγώνα των Ελλήνων για την εθνική τους ανεξαρτησία. Παραλληλίζει την τότε σύγχρονη ιστορική κατάσταση με εκείνη των ένδοξων σταυροφόρων με στόχο την απελευθέρωση του Πανάγιου Τάφου όπως και με τους ισχυρούς της εποχής του (δηλαδή, τους ηγεμόνες της Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας) οι οποίοι, αντιθέτως, λατρεύουν «το σκήπτρο, περισσότερο από τον Χριστό», μέχρι του σημείου να ευνοούν τον άπιστο Τούρκο, αρκεί αυτό να ευνοεί τα πολιτικά τους συμφέροντα.

Έξοδος Μεσολογγίου, ναυμαχία Ναβαρίνου, σφαγή της Χίου, μαρτυρική δολοφονία Καποδίστρια
Η αναφορά σε ιστορικά θέματα σε αυτή την πρώτη περίοδο του Ιταλικού Φιλελληνισμού είναι σημαντική, αφού η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου αποτυπώνεται με ποιητική περιγραφή σε ένα μακροσκελές επικό ποίημα-άσμα 71 οκτάβων σε ενδεκασύλλαβους στίχους με λεπτομερή ιστορικά συμβάντα από τον αβά Luigi Spessa που αφήνει να εννοηθούν ακόμα και περιπτώσεις ανθρωποφαγίας των Ελλήνων από τους Τούρκους. Δεύτερο παράδειγμα αποτελεί Η ναυμαχία του Ναβαρίνου- La Battaglia di Navarino του Αβά Giuseppe Borghi δείγμα ηρωικής-εγκωμιαστικής ποίησης, αλλά κυρίως θρησκευτικής έμπνευσης, αφού η τελική νίκη των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους θεωρείται θεϊκό έργο. Τρίτο παράδειγμα αποτελεί το ποιητικό έργο Fasti della Grecia nel XIX secolo-Ένδοξα κατορθώματα της Ελλάδας στον 19ο αιώνα του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Περούτζια, ελληνιστή, Antonio Mezzanotte, ο οποίος διατρέχει τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της ελληνικής παλιγγενεσίας με ωδές, ύμνους και άσματα κλασικής μορφής. Μεγάλη εντύπωση εκτός από το διευρυμένο θεματολόγιο, δημιουργεί η χρονική περίοδος και η περιγραφή γεγονότων για 12 περίπου χρόνια, που ξεκινούν από το θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ μέχρι τον τραγικό θάνατο του Καποδίστρια και την ανάρρηση στο θρόνο του Όθωνα. Αυτό επίσης που πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός της σωστής εξιστόρησης αλλά και της περιγραφής του τοπίου, όταν αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν επισκέφτηκαν αυτούς τους χώρους που περιέγραφαν, σε μια εποχή μάλιστα που τόσο η ενημέρωση όσο και η πληροφόρηση ήταν δύσκολες. Ο Mezzanotte π.χ. περιγράφει το Μεσολόγγι, το βουνό του Αράκυνθου, την Κλείσοβα, το Βασιλάδι και τις πολεμικές επιχειρήσεις, με θαυμαστό τρόπο. Το θρησκευτικό στοιχείο είναι σημαντικότατο, δεδομένου ότι δηλώνεται η θρησκευτική διάσταση του πολέμου και η «σταυροφορική» συμπαράσταση, η οποία είναι χαρακτηριστική της θεώρησης της κλασικής σχολής και σκέψης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον όρκο του ναύαρχου Μιαούλη, που αφού τοποθετεί το σπαθί του στην Αγία Τράπεζα, ικετεύει και ορκίζεται: «Ορκίζομαι, ω Ύψιστε, ότι για το σταυρό σου και για την πατρίδα θα χύσω όλο το αίμα μου: κάτω από την προστασία της πίστεώς Σου σίγουρος, ωραίο θα μπορέσω να αποκαλέσω το θάνατο κι εγώ. Κι εσείς… γενναίοι μάρτυρες της Χίου, αναφέρατε σε Αυτόν, που την Ελλάδα προστατεύει, τον όρκο που τα χείλη μου αναφώνησαν». Στα τριάντα αυτά χρόνια που θα χρειαστούν ακόμα για να φέρουν την πολυπόθητη ενότητα και ανεξαρτησία στην Ιταλική χερσόνησο η ανάμνηση της Πάργας, του Μεσολογγίου, του Ναβαρίνου, ο Μπότσαρης, ο Ρήγας, ο Κανάρης θα αποτελέσουν κίνητρα και σύμβολα στις τέχνες και στα γράμματα. Ο ποιητής και δημιουργός του ποιητικού έργου «Άσμα Ιταλικό – Canzone italiana» (1859) γνωστός ως «Ύμνος του Garibaldi», Luigi Mercantini (1821-1872), που είχε βρει καταφύγιο στα Επτάνησα έως το 1852 εξαιτίας της αναγκαστικής εξορίας του μετά τα κινήματα του 1848-49, αναφέρεται στις σχέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας: «Όταν τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδας έτρεχαν ευχαριστημένα να πολεμήσουν και να πεθάνουν για να απελευθερωθούν από την ποταπή δουλεία, τα αδέλφια τους οι Ιταλοί ύψωναν μια κραυγή ευτυχίας και αγάπης, και μέσα στις γραμμές σας την ώρα των τρομερών μαχών ακούσθηκε βέβαια και η φωνή κάποιου φλογερού Ιταλού που μαχόταν και πέθαινε φωνάζοντας: Ζήτω η Ελλάδα! Και εσείς απαντήσατε – Ζήτω η Ιταλία! μόλις φαινόταν ότι οι Ιταλοί σε εκείνες τις μάχες θα σχημάτιζαν κράτος».

«Γι’ όσο μπορώ, δεν θα εγκαταλείψω ποτέ την Ελλάδα. Είναι μια υπόθεση αρχής και μια υπόθεση εθνικής πολιτικής»
Η Ελλάδα γίνεται το έδαφος συνάντησης στο οποίο συγκλίνουν πολιτικοί διαφορετικών αποχρώσεων και ιδεολογικών θέσεων, όπως οι Giuseppe Mazzini, Cesare Balbo, Vincenzo Gioberti, αλλά και λογοτέχνες μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, όπως ο Giosuè Carducci. Ο Mazzini και ο Guerrazzi, ο Gioberti και ο Balbo είναι στην πολιτική, από τη μια μεριά, αντίπαλοι, υποστηρικτές διαφορετικών λύσεων για το πρόβλημα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ιταλίας αλλά, από την άλλη μεριά, έχουν πολλές κοινές ιδέες για τη λογοτεχνία. Θεωρούν ότι η φιλολογία είναι εργαλείο πολύ ισχυρό για την ηθική και διανοητική μόρφωση των λαών και ότι για να απελευθερωθεί ένας λαός ήταν αναγκαίο να μορφωθεί. Επομένως στη λογοτεχνία και στην τέχνη έπεφτε το βάρος της ηθικής και πολιτικής ανανέωσης όπως και της πνευματικής ένωσης των Ιταλών. Η αναφορά στην Ελλάδα είναι συχνή. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο το αρχέτυπο του αρχαίου, το υποχρεωτικό παράδειγμα του δυτικού κλασικισμού αλλά μπορεί να παρουσιάσει και να απεικονίσει τη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματοποίησης ενός νέου πολιτικού μοντέλου. Η Ελλάδα γίνεται το έδαφος συνάντησης στο οποίο συγκλίνουν Ιταλοί συγγραφείς μετριοπαθείς αλλά κι εκείνοι που έχουν προσανατολισμό επαναστατικό και εθνικό. Σε αυτή τη συνάντηση η Ελλάδα προσφέρει το πρότυπο, αφού είναι, όπως και η Ιταλία, χώρα με τεράστια πολιτιστική παράδοση και που ανασυνθέτει επιτυχώς το μύθο της. Ο Giuseppe Mazzini, ηγέτης του ριζοσπαστικού κινήματος της Ιταλικής Παλιγγενεσίας έβλεπε την Ελλάδα και το μέλλον της να αποτελούν σημαντικό σημείο της εξωτερικής και της εθνικής πολιτικής του.
«Γι’ όσο μπορώ, δεν θα εγκαταλείψω ποτέ την Ελλάδα. Είναι μια υπόθεση αρχής και μια υπόθεση εθνικής πολιτικής. Οι πρώτοι σύμμαχοι της Ιταλίας είναι οι Έλληνες, για πολλούς λόγους. Η σημερινή πολιτική μας είναι να συμμαχούμε με Ρουμάνους, Σέρβους και Έλληνες: να στοχεύουμε να δώσουμε ελληνικά εδάφη και νησιά στην Ελλάδα, να γίνουν οι τρεις λαοί μια ομοσπονδία. Το Βυζάντιο μητρόπολη της ομοσπονδίας και η Ελλάδα στην παντοτινή προεδρία επειδή είναι φυλή πιο προχωρημένη».

Ο μετριοπαθής ηγέτης και πνευματικός «πατέρας» του Vincenzo Cavour Cesare Balbo (1789-1853) είναι ίσως από τους πρώτους που ασχολείται με την Ελλάδα και τον εθνικό –απελευθερωτικό αγώνα της. Στο έργο του “Considèrations sur le soulèvement des Grecs” που γράφτηκε τέσσερις μήνες μόλις μετά από την επανάσταση του 1821 αναφέρεται στο στρατιωτικό θάρρος των Ελλήνων και στο μοντέλο ενός έθνους που αναγεννιέται, αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ότι σε αυτό το έργο βρίσκονται τα πρώτα σημεία της έννοιας «χριστιανικός πολιτισμός», έννοια που θα καταλάβει μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Στο βιβλίο «Ελπίδες της Ιταλίας – Delle speranze d’Italia», στις αρχές του 1844, ο Cesare Balbo υπογραμμίζει: «Εμείς είδαμε ότι η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της, σε μεγάλο βαθμό, στην αρχαία της δόξα, στην ευγνωμοσύνη των εθνών που της αναγνωρίζουν έναν πολιτισμό, μολονότι άτονο και βρισκόμενο στα βάθη των αιώνων. Είναι ίσως ντροπή για την εποχή μας που δίνει προσοχή περισσότερη σε εκείνη την αρχαία δόξα και όχι στην ιδιότητα των χριστιανών που έχουν τώρα οι Έλληνες».

Η Μεγάλη Ιδέα για την Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Ιταλική με την Ρώμη
Η Ελληνική «Μεγάλη Ιδέα» με τα χαρακτηριστικά της διεκδίκησης της κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την «αυτονόητη» απαίτηση της Ελλάδας να διεκδικήσει αλύτρωτα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κάνοντας πρωτεύουσα πόλη την Κωνσταντινούπολη, έδινε στους Ιταλούς λόγιους ένα ακόμα σημείο αναφοράς και μια πηγή άντλησης θεμάτων. Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη συμβολίζουν τις κοινές επιδιώξεις και τη λαχτάρα δυο λαών που αποκτούν ξανά αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια. Οι Ιταλοί λογοτέχνες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, εμπνεόμενοι από πατριωτικά ιδανικά για τη συγκρότηση του Ιταλικού κράτους και στη συνέχεια για τη διεύρυνση και ενοποίηση της Ιταλίας με πρωτεύουσα πόλη τη Ρώμη, που θα αποτελούσε «αυτονόητα» την πρωτεύουσα του Ιταλικού κράτους ως συνέχειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συνέδεσαν τα πρόσωπα και τα πεδία μαχών της Ελληνικής Επανάστασης με την τότε εποχή. Η Ελληνική «Μεγάλη Ιδέα» με τα χαρακτηριστικά της διεκδίκησης της κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την «αυτονόητη» απαίτηση της Ελλάδας να διεκδικήσει αλύτρωτα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κάνοντας πρωτεύουσα πόλη την Κωνσταντινούπολη, έδινε στους Ιταλούς λόγιους κοινό σημείο αναφοράς και πηγή άντλησης θεμάτων. Αν η έκφραση και η εκδήλωση της φιλίας και της αλληλεγγύης προς τη σύγχρονη τότε Ελλάδα είχε ως αφετηρία, στο πρώτο και δεύτερο κύμα των Ευρωπαίων φιλελλήνων, τις μεγάλες αξίες της αρχαίας Ελλάδας που συγκεκριμενοποιούνταν με μια αλληλεγγύη ηθική, πολιτική και πολιτιστική, για την Ιταλία η αλληλεγγύη της έχει ένα χαρακτηριστικό ακόμα πιο ριζοσπαστικό. Φέρει την ξεχωριστή σφραγίδα του πατριωτικού και εθνικού στοιχείου που το διαχωρίζει από τα άλλα φιλελληνικά κινήματα. Πώς μιλάει ο πολιτικός, ηγέτης της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο του Πιεμόντε, και ποιητής Angelo Brofferio (1802 – 1866) στο δίτομο ποιητικό έργο του “Ελληνικές Σκηνές – Scene elleniche” για την Ιταλία και την Ελλάδα;
«Είσαι εσύ, ω Ελλάδα, που στις Ελληνικές σκηνές ζήτησα υποστήριξη για να δονήσω με την ανάσα της ελευθερίας την κοιμισμένη Ιταλία».
Το μέρος της εισαγωγής στη δεύτερη έκδοση των Ελληνικών Σκηνών – Scene elleniche του Α. Brofferio σκιαγραφεί την επικρατούσα κατάσταση και ψυχολογία: «Για τους Έλληνες η πλήρης νίκη είναι στο Βόσπορο, για τους Ιταλούς η εθνική ενοποίηση είναι στον Τίβερη: οι Ιταλοί θα έχουν δόξα και γαλήνη στη Ρώμη, οι Έλληνες θα μπορούν να την έχουν στην Κωνσταντινούπολη».

Ο Ρομαντισμός, ο Μπότσαρης και η ηθική άφεση για την θανάτωση του Σωκράτη
Ο μεγαλύτερος ποιητής του ύστερου ρομαντισμού Aleardo Aleardi σκιαγραφεί την Ελλάδα, τους αγώνες της για την Παλιγγενεσία, αναφέρεται σε μάχες και έλληνες αγωνιστές, που αποτελούν γι’ αυτόν σημαντικά ερεθίσματα και εμπνεύσεις. Ο Aleardi σκιαγραφεί την αγάπη του για την πατρίδα και για την ποίηση καθώς και τη στενή σχέση των δυο, σύμφωνα με αυτόν. Η αναφορά του στην Ελλάδα, στους αγώνες της για την Παλιγγενεσία, ονόματα μαχών και αγωνιστών, εξύψωση των ιδανικών, είναι και για τον Aleardi σημαντικά ερεθίσματα και εμπνεύσεις. Το 1846 ο Aleardi συνθέτει ένα από τα πιο διάσημα έργα του, το «Γράμματα στη Μαρία», και με εκείνη τη σκηνογραφική του ικανότητα, περιγράφοντας το χώρο της Αττικής, συνδέει τον Μ. Μπότσαρη με την αρχαιότητα, τοποθετώντας τον μάλιστα δίπλα στο Σωκράτη. Εκτιμά τόσο πολύ την αυταπάρνηση και την αγνότητα του Μπότσαρη, ώστε να τονίσει ότι ο αριστοκρατικός και αρχοντικός θάνατός του, που τον είχε με αριστοτεχνικό τρόπο περιγράψει ο ποιητής στις Prime Storie, ξέπλυνε την ντροπή που κουβαλούσε η Ελλάδα με το θάνατο του Σωκράτη:
«…Χαρούμενες παρέες
Παρθένων επαναλάμβαναν στο γιαλό
Ύμνους της αθάνατης καημενούλας
Που στη Λευκάδα πήδησε. Όταν μια στριγκή
Κραυγή ακούσθηκε να τρέχει στους δρόμους:
«πέθανε ο Σωκράτης». Και ίσως, όμορφη Αττική,
εκείνο το κώνειο ήταν το μεγαλύτερο κρίμα
που στη ρυπαρή σου δουλεία μείωσες!
Και ίσως μετά από μια μακρά σειρά απαίσιων
Αιώνων πόνου, χωρίς να το ξέρεις,
Με το αρχοντικό αίμα ο μάρτυρας Μπότσαρης
Εκείνης της προδοσίας σού αφαίρεσε τη ρετσινιά!»
Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στη μάχη που έγινε στο Καρπενήσι, και που ο Aleardi υμνεί:
«Τότε από το πέρασμα το ορεινό
Του Καρπενησιού στο φως του φεγγαριού
Ο μάρτυρας του Σουλίου άμωμος
Είδε τις σκηνές του εχθρικού στρατού να ασπρίζουν
Ούτε τις μέτρησε ο γενναιόψυχος. Το θάνατο
Είδε να τον περιμένει στην κοιλάδα, και κατέβηκε
Δεινός και εύθυμος να τον συναντήσει: τα περήφανα
Διακόσια παλικάρια-του κάλεσε σε γλέντι
Μετά από τη σφαγή στον ουρανό
Και αυτά υπάκουσαν στην πρόσκληση».

Οι Έλληνες διδάσκουνε τους Ιταλούς
Ο συγγραφέας, πολιτικός και αγωνιστής Ippolito Nievo υπήρξε, παρά το ότι πέθανε μόλις 30 ετών, μια σπουδαία προσωπικότητα, πιστός στις πεποιθήσεις των G. Mazzini και G. Garibaldi. Μέσα σε οκτώ μήνες εντατικής εργασίας (Δεκέμβριος 1857 – 16 Αυγούστου 1858) έγραψε το ιστορικό αγροτικό μυθιστόρημα Confessioni di un Italiano-Εξομολογήσεις ενός Ιταλού. Στο μυθιστόρημα αυτό, που αποτελούν με το Promessi Sposi του Al. Manzoni τα κορυφαία μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, υπάρχουν εκτενείς αναφορές στην επαναστατημένη Ελλάδα, στους ήρωες της, αφού ο Nievo περιγράφει από το 19ο έως το 24ο κεφάλαιο το μεγαλείο της Ελλάδας και πώς αυτή αποτελεί πρότυπο και ιδανικό για τη συγκρότηση ηρωικών προσωπικοτήτων. Οι Έλληνες είναι αυτοί που διδάσκουν τους Ιταλούς: «Ο Σπύρος… μου λέει να σε παρακαλέσω να στείλεις στην Ελλάδα ένα ή και τα δυο τα παιδιά σου, εάν θέλεις να τα κάνεις άνδρες… Να ζεις χωρίς ψυχή δεν αξίζει να ζεις, αλλά να πεθαίνεις για μια υπόθεση ιερή και εξέχουσα φαίνεται αξιοζήλευτη τύχη, σύμφωνα με τις χριστιανές μητέρες… Εγώ το επαναλαμβάνω, Κάρλο… Στείλε μας τους γιους σου: για να είναι καλοί Ιταλοί θα πρέπει να γίνουν λιγάκι Έλληνες και τότε θα δούμε εκείνο που δεν έχουμε δει μέχρι τώρα». Για να δούμε προοπτική ελευθερίας στην Ιταλία θα πρέπει να γίνουμε λίγο Έλληνες. Αυτή η διατύπωση του Nievo δηλώνει τη μεγάλη πίστη και το θαυμασμό του για τους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας. Ακόμα το ζήτημα της βοήθειας της Ευρώπης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εναντίον των χριστιανών παρουσιάζεται και κριτικάρεται συχνά στο έργο του Nievo, αφού ο συγγραφέας υπογραμμίζει ειρωνικά: «Ο Σταυρός σύμμαχος της ημισελήνου εναντίον του Σταυρού!»323, στοχεύοντας, σύμφωνα με τη λογική των «δημοκρατικής» πτέρυγας, στο ότι η ελευθερία κερδίζεται μέσα από τους αγώνες των λαών και όχι μόνο της διπλωματίας. Ο νομπελίστας ποιητής Giosuè Carducci επισημαίνει συχνά τις επιδράσεις των «Ελλήνων του», όπως τόνιζε, και γι’ αυτό άλλωστε εξυμνεί τις αρετές και τους αγώνες της επαναστατημένης Ελλάδας. Τις σημαντικότατες αναφορές στην Ελλάδα και στους αγώνες της αλλά και στα ιδανικά της επανάστασης, που ενέπνευσε κι άλλους λαούς, τις βρίσκουμε και στο ποίημα Οι πρώτες ημέρες του 1862 – Nei primi giorni del MDCCCLXIΙ. Υποδεχόμενος το νέο έτος 1862 ο ποιητής τού «ζητάει» να δώσει στην Ελλάδα πριν απ’ όλα την απελευθέρωση από τη βαυαρική δυναστεία και τονίζει:
«…Στενοχωρεί, ακόμα στενοχωρεί τους βάρβαρους
Του Ρήγα ο θούριος και του Μπότσαρη η καρδιά…
Πολύ μάταια το χιτώνα
Του πολεμιστή προφήτη ξεδίπλωσε στους ανέμους,
Σε αισχρή αγέλη τη γρήγορη
Πίστη του Αλί ζήτα μάταια, βασιλιά των πιστών.
Τρεις ανάσες η μοχθηρή
Αγωνία των βασιλιάδων σε γλίτωσε από το θάνατο:
Επαναστάτησε τώρα, του Βόσπορου
Το κύμα ξαναδοκίμασε και τις ασιατικές πύλες.
Μακριά μας η σαπισμένη
Γενιά στην οποία βασιλεύει το ριζικό, και στη δυστυχή
Δουλεία και στη σταθερή
Απραξία και στους τάφους, θύμα τιποτένιο, αφιέρωσε»
Ο πόνος του Carducci για την Ελλάδα και τα βάσανά της είναι έντιμος και έντονος και γι’ αυτό το λόγο μιλώντας στην Ιταλική Γερουσία το 1897 και υπερασπιζόμενος την Ελλάδα, που είχε συγκρουσθεί με την τούρκικη κυριαρχία στην Κρήτη και στη Θεσσαλία, καλεί τις Ιταλικές συνειδήσεις να σεβαστούν το νόμιμο και το δίκαιο εκείνου του αγώνα «…Την πατρίδα, την ελευθερία, την ιδέα, αυτά τα άγια πράγματα, αυτές τις τρεις μόνες αληθινές πραγματικότητες η Ελλάδα τις δημιούργησε».

Όταν η Ελλάδα μιλά: «δεν μπόρεσα να έχω υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και πολιτισμού γιατί είμαι υποχρεωμένη να πληρώνω τα δάνεια προς τις χώρες που με είχαν δανείσει»
Διανοητής, λογοτέχνης, πολιτικός, ο Francesco Domenico Guerrazzi (1804 –1873), θερμός υποστηρικτής του Mazzini και δημοκρατικός, μέλος της τριανδρίας στην Τοσκάνη στην επανάσταση του 1848. Στο φημισμένο έργο του Ο Γάιδαρος – L’Asino (γράφεται στην εξορία τη δεκαετία από το 1848 μέχρι το 1857) αναφέρεται στην Ελλάδα με τρόπο ξεχωριστό και πρωτότυπο. Ο συγγραφέας συνοδεύει με το λεξιλόγιο και με τη φαντασία του συμπεράσματα της Βίβλου και με τη σχολαστική του παράδοση επιτίθεται ανηλεώς στους «εχθρούς» του, τους μετριοπαθείς Cavour και Balbo, αφού ο Guerrazzi θεωρούσε ότι ο πολιτικός εναγκαλισμός με τη Γαλλία θα φέρει απλώς μια εναλλαγή της τυραννίας στην Ιταλική χερσόνησο με τη διαδοχή της Αυστριακής κατοχής από τη Γαλλική. Ο Guerrazzi με τη δικανική του εμπειρία «τοποθετεί» την Ελλάδα σε θέση «κατηγορουμένου» η οποία «απολογείται» για τις κατηγορίες που της προσάπτουν οι «μπράβοι πληρωμένοι συγγραφείς». Η «απολογία» γίνεται δριμύ «κατηγορώ» κυρίως εναντίον της Γαλλίας αλλά και των συνοδοιπόρων της. «Ελλάδα τι θα ήσουν εσύ; στρίγκλιζαν αυτοί οι αντεροβγάλτες συγγραφείς, μια δημιουργία που ήρθε στο κόσμο φθισική, ανίκανη να σταθεί στα πόδια της, εάν τα προστατευτικά χέρια της Ευρώπης δεν σε κρατούσαν με τα χαλινάρια. Εσύ έχεις πρόσωπο ορφανής ζητιάνας μ’ ένα χιτώνα κουρελιασμένο… Πρόσεξε καλά να μην κάνεις την τρέλα να κλείσεις στο στήθος σου μια καρδιά που χτυπάει, γιατί εμείς σου παραδώσαμε ένα πρωτόκολλο και αυτό σου αρκεί. Εσύ ζεις χάρη σε ένα πρωτόκολλο, και τα οστά σου, οι φλέβες σου, το αίμα σου πρέπει να κανονίζονται με τα άρθρα αυτού του πρωτοκόλλου. Να μην ξεχνάς ποτέ, ότι εσύ είσαι μια καλοκαθαρισμένη αντίκα που έχει τοποθετηθεί στο μουσείο πίσω από βιτρίνα… Παρακάλεσε το Θεό σου, που δε σου δίνει αέρα, αφού πάνω στη γη εσύ δεν έχεις για να αναπνεύσεις, τουλάχιστον για τώρα. Μια μέρα ίσως, σου παρέχουμε αέρα, για να μπορέσεις να αναπνεύσεις…». Η εμφάνιση της Ελλάδας και η περιγραφή της από τον Guerrazzi καθώς και η «αντεπίθεση – κόλαφος» υπεράσπισης της Ελλάδας εναντίον της Γαλλίας και των άλλων μεγάλων δυνάμεων είναι σημαντική. «Τότε σήκωσα τα βλέφαρά μου λιγάκι προς τα πάνω και είδα μπροστά μου μια γυναίκα, και αυτή η γυναίκα ήταν η Ελλάδα. Αυτή ακουμπούσε την ασθενική της πλευρά σε ένα τάφο… Δεν αναμενόταν η θύελλα, όταν από τα χείλη της ξέσπασε ένας σάλος παθιασμένων λέξεων, που ακούσθηκαν έτσι :… Αδύναμη δυστυχώς είμαι, μάλιστα καταδικασμένη να λιώνω σε διαρκή αδυναμία, όμως ποιανού είναι κρίμα;… Μα γιατί από το τουρμπάνι του άπιστου δεν πήρατε τόσο ύφασμα που θα έφτανε να σκεπάσει τα χριστιανικά μου μέλη; Μα γιατί ελευθερώσατε μέρος μου από τον εχθρό τού Χριστού και άλλο κομμάτι μου του το αφήσατε;»… «Εσύ (Γαλλία) ερμηνεύτρια και υποστηρίκτρια των πάντων, μού αρνείσαι την εκτίμηση των κυβερνήσεων, και γιατί; Εγώ γεννήθηκα από τον πόνο, το γάλα που προετοίμαζα για τα παιδιά μου το βύζαιναν όχι από τα στήθη μου, αλλά από τις πληγές των αδελφών τους μαρτύρων. Το κρεβάτι μου ήταν στους βεβηλωμένους τάφους. Νίκησα, αλλά στη νίκη βρέθηκα στο πλάι του εχθρού μου και δύσκολα με ξεχωρίζουν, αν είμαι ζωντανή ή νεκρή. Εξεγέρθηκα παραπαίοντας, φτωχή, βάρβαρη και τυφλή από κάθε επιστημονικό φως στην Πατρίδα του θεϊκού Πλάτωνα, όπως με είχε καταστήσει η μακρά τούρκικη τυραννία. Όμως, αν και προχωρούσα ψηλαφιστά, δεν έστριψα ποτέ από τον ίσιο δρόμο. Ξεκίνησα από τη δουλεία και κατευθύνθηκα προς την Ελευθερία». Σχετικά δε με τις κατηγορίες για το επίπεδο πολιτισμού της η «Ελλάδα» απαντά: «δεν μπόρεσα να έχω υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και πολιτισμού γιατί είμαι υποχρεωμένη να πληρώνω τα δάνεια προς τις χώρες που με είχαν δανείσει».

Antonio Gramsci και 20ος αιώνας για τον αγώνα των Κρητικών
Τα παραδείγματα που αντλούν οι Ιταλοί λόγιοι και πολιτικοί από τον Ελληνικό χώρο στοχεύοντας να τεκμηριώσουν και να αποδείξουν τις απόψεις τους, είναι πάρα πολλά. Σχετική είναι η αναφορά του Antonio Gramsci (1891 – 1937) στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε σχέση με τις αυθαιρεσίες που γίνονταν στη διεθνή πολιτική σκηνή «που η κοινωνική ηθική και ο υγιής, λεγόμενος, πολιτισμός θα έπρεπε να εμποδίσουν». Και ποιόν φέρνει ως παράδειγμα; Τον Garibaldi ως μυθικό ήρωα και ως προσωπικότητα που ήταν αποδεκτή απ’ όλους, σχετίζοντάς τον με τα ιδανικά της ελευθερίας και με τον Ελλαδικό χώρο. Και καταλήγει ο Gramsci: «Στην Ιταλία, από τους κόκκινους ως τους πράσινους και τους κίτρινους, λατρεύουν σαν είδωλο τον Garibaldi, αλλά κανείς δεν ξέρει να εκτιμήσει τα υψηλά ιδανικά του. Κι όταν ο Ιταλικός στόλος στάλθηκε στην Κρήτη να κατεβάσει την Ελληνική σημαία, που είχε υψωθεί από τους εξεγερμένους και να ξαναβάλουν στη θέση της την τουρκική σημαία, κανείς δεν ύψωσε μια φωνή διαμαρτυρίας. Ναι. Το σφάλμα ήταν των Κρητικών, που ήθελαν να ταράξουν την Ευρωπαϊκή ισορροπία. Και κανείς από τους Ιταλούς, που ίσως εκείνη τη μέρα επευφημούσαν τον ήρωα απελευθερωτή της Σικελίας, δεν σκέφτηκε ότι, εάν ο Garibaldi ζούσε, δεν θα τον ενδιέφερε η εναντίωση σε όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις προκειμένου να βοηθήσει ένα λαό να αποκτήσει την ελευθερία του. Και έπειτα διαμαρτυρόμαστε όταν κανείς έρχεται να μας πει ότι είμαστε ένας λαός ρητόρων!». Παρουσιάστηκαν στοιχεία, έργα και λόγιοι που επέδρασαν και επηρέασαν όλες εκείνες τις μεταβολές στις ιδέες και στην πολιτική και που οδήγησαν στη συγκρότηση των δυο εθνικών κρατών. Η πορεία και τα ρεύματα, ιστορικά και πολιτικά, ήταν το πλαίσιο.

Η Ελλάδα και η Ιταλία «αδελφές στην παράδοση, στον πολιτισμό, στη δόξα και στις συμφορές»
Τα φιλολογικά και λογοτεχνικά έργα που βρέθηκαν στο επίκεντρο αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός φιλελληνικού ρεύματος με ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά, συγκρινόμενο με τα άλλα ευρωπαϊκά φιλελληνικά ρεύματα. Τα έργα αυτά αποτελούν μια άλλη όψη στην ουσιαστική σημασία του πλαισίου της Ελληνο – Ιταλικής συνεργασίας και των κινημάτων της εποχής, χωρίς τα οποία δε θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε ρεαλιστικά όλα εκείνα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα. Ίσως είναι το πραγματικό «κλειδί» ερμηνείας των Έλληνο – Ιταλικών ρευμάτων και συμβάντων του 19ου αιώνα αλλά ίσως ακόμα και του 20ού αιώνα. Δυο έθνη με τις ελπίδες τους, τις απογοητεύσεις τους, τις ταπεινώσεις τους, τις επιτυχίες τους. «Μοίρασα την καρδιά μου ανάμεσα στις δυο πατρίδες τις πιο μεγάλες και δυστυχισμένες που άνθρωπος μπορεί ποτέ γεννηθείς να τύχει», «αδελφές στην παράδοση, στον πολιτισμό, στη δόξα και στις συμφορές….», οι οποίες ανεξάρτητα από πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες παραμένουν η μια για την άλλη «αδελφή γη, τις οποίες χαροποιεί το ίδιο χαμόγελο του ήλιου……. και που μοιράζονται στην ιστορία τη δόξα του πολιτισμού». Και τελικά: «Να που μοίρασα την καρδιά μου ανάμεσα στις δυο πατρίδες τις πιο μεγάλες και δυστυχισμένες που άνθρωπος μπορεί ποτέ γεννηθείς να τύχει………. Μόνο με το να αγγίξω το έδαφος της Λακωνίας αισθάνθηκα να ωρύεται στην καρδιά μου το πνεύμα των αρχαίων Σπαρτιατισσών. Εδώ οι γυναίκες είναι οι συντρόφισσες των ανδρών όχι οι υπηρέτριες των επιθυμιών τους. Η σύζυγος και η αδελφή του Τζαβέλα έριχναν από τους βράχους του Σουλίου πέτρες και βράχους στους σβέρκους των Μουσουλμάνων τραγουδώντας ύμνους θριάμβου. Στη σημαία τής Ζαχαριά προσέτρεξαν οι γυναίκες της Σπάρτης, οπλισμένες με κοντάρια και σπαθιά. Η Μαυρογένους διατρέχει τις θάλασσες με ένα πλοίο, ξεσηκώνει την Εύβοια και υπόσχεται ότι θα παντρευτεί όποιον εκδικηθεί τους Οθωμανούς για το μαρτύριο του πατέρα της. Η σύζυγος του Κανάρη σ’ όποιον της έλεγε ότι είχε για σύζυγο ένα γενναίο απαντούσε: – Εάν δεν ήταν, θα τον παντρευόμουν; – Έτσι, ω Carlo, αναγεννιούνται τα έθνη».