
Η αναγεννησιακή σκέψη, στραμμένη στην παρατήρηση της πραγματικότητας και των κανόνων της, μακριά από κάθε μεταφυσική ανησυχία, καθρεπτίζεται με θαυμαστή σαφήνεια στο έργο του Νικολό Μακιαβέλι (1469 – 1527). Οι γενικές αρχές και οι πολιτικές θεωρίες του Μακιαβέλι γεννώνται πάντοτε από μια άμεση θεώρηση της εποχής του και προκαλούν αίσθηση λόγω της έντονης σύνδεσής τους με την πραγματικότητα. Οι απόψεις του παρουσιάζονται ως επίλυση των προβλημάτων της εποχής του, αν και ανάγονται σε γενικές θεωρήσεις, γι’ αυτό αυτές είναι πάντα διαποτισμένες με πάθος και έχουν σαν αποτέλεσμα ακόμα και το όνειρο και την ουτοπία. Αλλά η επικαιρότητα και το σύγχρονο των θεωριών του Μακιαβέλι που εξηγούν τη γέννηση, τη δομή ακόμα και τα όρια, καθόλου δε μειώνουν τη σημασία και το χαρακτήρα των παγκόσμιων αρχών, αφού προσφέρουν στην ιστορία της σκέψης γενικά και της πολιτικής ειδικότερα.

Νικολό Μακιαβέλι: Ο ιδρυτής της πολιτικής επιστήμης
Στην ιστορία του σύγχρονου πνεύματος ο Μακιαβέλι είναι ο ιδρυτής της πολιτικής επιστήμης, όχι με την έννοια ότι αυτός πρώτος επιδόθηκε στα προβλήματα του κράτους, αλλά με την έννοια ότι αυτός πρώτος εννόησε την πολιτική ξεχωριστά και αυτόνομα σε σχέση με την ηθική. Για να ιδρυθεί μια νέα πολιτική επιστήμη χρειάζονταν μια νέα θεώρηση της ιστορίας και της ζωής. Η νέα αντίληψη για τη ζωή ήταν εκείνη που ήδη γνωρίζουμε και που ορίζεται με τον ανθρωπισμό, δηλαδή την ελεύθερη αναζήτηση των ανθρώπινων αξιών, την εξύψωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την αναζήτηση στην ανθρώπινη απέραντη σκέψη που προάγει τις αρίφνητες δραστηριότητες των αληθινών αιτίων. Σε αυτή την αντίληψη για τη ζωή αντιστοιχεί η έννοια της ιστορίας, που ονομάζεται πραγματιστική, που κατανοεί τις ανθρώπινες πράξεις και τα ιστορικά συμβάντα ως αποτέλεσμα των φιλοδοξιών, των παθών, της πονηριάς, της ευφυΐας, της θέλησης των ανθρώπων. Ο τρόπος κατανόησης της ζωής και ο καθορισμός των ορίων είναι αναγκαίος για να μπορέσει κάποιος να επισημάνει με ιστορική ακρίβεια τη σημασία του έργου του Μακιαβέλι. Η αναγέννηση είχε μια επηρμένη αντίληψη για τον άνθρωπο που τον αντιλαμβανόταν σαν καθαρή ατομικότητα, σαν αυτόν ή εκείνο τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Όμως όχι σε σύνδεση με το παγκόσμιο πνεύμα. Δηλαδή ως δημιούργημα που συγκεντρώνει το σφυγμό και την ιστορία του σύμπαντος. Επακόλουθο αυτού, η ιστοριογραφία να αναπτύσσεται σαν αναζήτηση των προσωπικών αιτίων που δημιούργησαν τα γεγονότα και η ιστορία να γίνεται όχι ιστορία της ανθρωπότητας αλλά ιστορία του ατόμου, του κάθε ανθρώπου. Είναι ένα είδος ηρωικής ιστορίας, όχι με την έννοια ότι σχετίζεται πάντα και αποκλειστικά με ηρωικά πάθη και ζητήματα αλλά με την έννοια ότι προσλαμβάνει σαν πρωταγωνιστή το κάθε άτομο ξεχωριστά.

Η φυσιογνωστική αρχή και πως είναι άλλο η πολιτική και άλλο η ηθική
Αυτή η αντίληψη της ιστορίας βασίζεται στη φυσιογνωστική αρχή για τον άνθρωπο, στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα αυθεντικό φαινόμενο της φύσης και ότι στο πνεύμα του έχει σταθερούς έμφυτους κανόνες. Μπορούν να μεταβάλλονται τα έθιμά του και οι νόμοι του, αλλά οι δυνάμεις είναι πάντα οι ίδιες καθώς και τα συστατικά τους. Η ιστορία είναι ακριβώς το αιώνιο θέμα του παίγνιου αυτών των δυνάμεων στην υπηρεσία της φιλοδοξίας, των παθών ή της μεγαλοφροσύνης των ατόμων. Επομένως αν οι άνθρωποι είναι πάντα οι ίδιοι, που αποτελεί τη φυσιογνωστική αντίληψη για τον άνθρωπο, και οι δυνάμεις τους καθοδηγούνται, προωθούνται και κατευθύνονται από τον άνθρωπο, που αποτελεί την ανθρωπιστική αντίληψη για τον άνθρωπο και την πραγματιστική για την ιστορία, είναι φυσικό να μπορεί κάποιος να δημιουργήσει μια επιστήμη, δηλαδή την επιστήμη της πολιτικής, η οποία, κινούμενη από την προαναφερόμενη θεώρηση της φύσης του ανθρώπου, επισημαίνει ποιες είναι οι οδοί μέσα από τις οποίες αυτός μπορεί να ιδρύσει το Κράτος, λειτουργώντας το και μεγαλώνοντάς το. Η αξία του Μακιαβέλι συνίσταται στο ότι υπέδειξε ποιοί είναι οι νόμοι της νέας επιστήμης όπως και ότι εξέθεσε την αυτονομία της. Αυτός θέλησε ως δημιούργημα της Αναγέννησης, να παρατηρήσει τα πράγματα χωρίς προκαταλήψεις και με ελευθερία κρίσης να θεωρήσει, όπως έλεγε, «την πραγματική αλήθεια του πράγματος» και «όχι να μένει στη φανταστική» . Ανακάλυψε έτσι ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή του Κράτους είναι αρκετά διαφορετικοί από εκείνους που ρυθμίζουν την ηθική ζωή. Επομένως ήταν αδύνατη η ενότητα που ο Μεσαίωνας είχε καθορίσει μεταξύ της ηθικής και της πολιτικής και γι’ αυτό η επιστήμης της πολιτικής θα έπρεπε να απελευθερωθεί από αυτή την ψευδαίσθηση. Ο Μακιαβέλι λοιπόν εννόησε ότι το Κράτος εδραιώνεται και λειτουργεί με βάση τη δύναμη και τους κανόνες του χρήσιμου, ανακάλυψε δηλαδή εκείνο που οι σύγχρονοι αποκαλούν συμφέρον ή ωφέλεια διαχωρίζοντάς την από την λεγόμενη ηθικότητα. Ο Μακιαβέλι δεν αρνείται ή δεν εκμαυλίζει την ηθική, απλά ισχυρίζεται ότι η πολιτική είναι άλλο από την ηθική. Έτσι καθορίζει και τη φύση της ηθικής. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο η απόκτηση και η διατήρηση της εξουσίας απεικονίζουν το ανώτατο καλό, κάθε παραδοσιακή αξία, θρησκεία, ηθική, καλοσύνη κ.λ.π. λειτουργεί ως εργαλείο εκείνης της ανώτατης αξίας που είναι η ηγεμονία. Κάθε θεωρία για το Καλό και το Κακό στρεβλώνεται και κινείται σε ένα άλλο επίπεδο, στην τραγική αντίθεση της Αρετής και της Τύχης.

Η δραματική αίσθηση της πραγματικότητας και η ανικανότητα και η αδυναμία των ανθρώπων
Ζώντας και δρώντας μέσα στους εγωισμούς και στην κακία των «μη καλών», χρειάζεται να ξέρεις να είσαι «όχι καλός», αντέχοντας την κακία και την αιμοβορία. «Είναι αξιέπαινο να κρατά ένας ηγεμόνας τον λόγο του και να ζει με ευθύτητα και όχι με δόλο», αλλά για να έχει επιτυχία πρέπει να ξέρει «να χρησιμοποιεί το θηρίο και τον άνθρωπο» . Καλύτερα είναι να σε φοβούνται και να σε μισούν παρά να σε αγαπούν, θα πρέπει να ανατρέχεις στην αδικία, στην κακία, στην προδοσία όταν είναι αναγκαίο, να είσαι δυνατός όπως το λιοντάρι και πονηρός σαν την αλεπού, χρησιμοποιώντας πότε τη δύναμη και πότε την πονηρία ανάλογα με τις περιστάσεις. Η αρετή είναι το σύνολο αυτών των ιδιοτήτων και η ικανότητα να τις χρησιμοποιείς την ακριβή και σωστή στιγμή. Η τύχη είναι κριτής των περισσοτέρων από τις μισές πράξεις των ανθρώπων, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να προβλέψει τις αντιξοότητες της και να τις θεραπεύσει «γιατί η τύχη είναι γυναίκα, κι αν θέλεις να την κρατάς υπό, είναι ανάγκη να την χτυπάς και να την δέρνεις… για τον λόγο αυτό είναι πάντοτε, σαν γυναίκα, φίλη με τους νέους, γιατί αυτοί είναι λιγότερο διστακτικοί, περισσότερο σκληροί και την προστάζουν με μεγαλύτερη τόλμη». Ουσιαστικά η αρετή έχει ένα ευρύ περιθώριο κυριαρχίας στα γεγονότα και μπορεί αποτελεσματικά να αντισταθεί στην τύχη. Ο άνθρωπος κυριαρχεί και όχι το τυχαίο, γιατί η αρετή είναι η ευφυΐα και η θέληση των ανθρώπων. Ο Μακιαβέλι εκφράζει την δραματική αίσθηση της πραγματικότητας και τον πικρό πεσιμισμό για την ανικανότητα και την αδυναμία των ανθρώπων που σε αυτούς ενυπάρχει το χυδαίο παρά η αρετή. Με την Αρετή – Virtù ως ξεχωριστή ιδιότητα, ο Ηγεμόνας, όπως κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με το Μακιαβέλι, αφού εξετάσει την πραγματικότητα και τα θέματα της κοινωνίας παρεμβαίνει με τη θέληση και την ευφυΐα οδηγώντας αποτελεσματικά τα πράγματα εκεί που θέλει.

Εκτός από το «Ο Ηγεμόνας» – Il Principe, υπάρχει και το «Μανδραγόρας» – Mandragola
Στο κοινό ο Μακιαβέλι, αλλά και σε πολλούς διανοούμενους, έχει γίνει γνωστός από τα πολιτικά του έργα και κυρίως από τον Ηγεμόνα – Il Principe. Την ίδια όμως οξυδέρκεια και παρατήρηση της πραγματικότητας, με μια διαφορετική μορφή έκφρασης, συναντά ο μελετητής και στα λογοτεχνικά του έργα και κυρίως στο σημαντικότερο ίσως θεατρικό αναγεννησιακό έργο Μανδραγόρας – Mandragola (1518). Το έργο έχει τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας του 16ου αιώνα ανασυνθέτοντας κίνητρα, καταστάσεις και πρόσωπα του θεάτρου του Πλαύτου και του Τερέντιου καθώς και θεματολογία από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου. Στο Μανδραγόρα περιγράφεται η διεφθαρμένη σύγχρονη κοινωνία την οποία ο συγγραφέας εξετάζει ρεαλιστικά με το ίδιο κριτικό και ουδέτερο μάτι με το οποίο κοίταζε και έκρινε την ιστορία. Ο νεαρός φοιτητής Καλλίμαχος έφτασε στη Φλωρεντία από το Παρίσι, όπου άκουσε να εγκωμιάζουν την εξαιρετική ομορφιά της κυρίας Λουκρητίας. Βλέποντάς την ξετρελαίνεται και η διαμονή του στη Φλωρεντία έχει πλέον ως σκοπό την κατάκτηση της γυναίκας. Η Λουκρητία είναι τιμιότατη και θεοφοβούμενη. Έχει παντρευτεί τον γηραιό Νικία, έναν συμβολαιογράφο, πλούσιο και ανόητο, που θεωρεί τον εαυτό του επιτήδειο και πονηρό, απογοητευμένο από καιρό επειδή δεν είχε αποκτήσει παιδιά, μην αναγνωρίζοντας όμως ότι το φταίξιμο ήταν δικό του. Ο Καλλίμαχος για να πετύχει το σχέδιό του και γνωρίζοντας τις ανυπέρβλητες δυσκολίες λόγω της χρηστότητας της Λουκρητίας, επωφελείται της μεσολάβησης της παρασιτικής προσωπικότητας του Λιγούριου, ο οποίος κινεί τα νήματα όλων, σαν να είναι οι άνθρωποι μαριονέτες στα χέρια του. Θα είναι αυτός που θα παρακάμψει το εμπόδιο για να ενδώσει η γυναίκα. Η πρώτη πράξη της «κωμωδίας» ολοκληρώνεται, όταν ο Καλλίμαχος γνωρίζοντας το αδύνατο σημείο του Νικία, προσποιείται το γιατρό και τον πείθει ότι η σύζυγος θα μπορέσει να του δώσει τον επιθυμητό κληρονόμο μόνο αφού πιει μια δόση ενός βοτανιού, του μανδραγόρα (απ’ όπου και ο τίτλος της κωμωδίας). Επειδή όμως το βοτάνι είναι δηλητηριώδες, θα χρειαστεί την πρώτη φορά κάποιος, φυσικά εκτός του συζύγου, να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της για να απορροφήσει το δηλητήριο. Για να υπερνικηθούν οι αντιστάσεις της Λουκρητίας θα παρέμβουν εκτός του ανόητου Νικία, ο δωροδοκημένος παπάς Τιμόθεος (ειρωνικά ο Μακιαβέλι δίνει το όνομα Τιμόθεος δηλαδή αυτός που τιμά τον θεό) και από τη μητέρα της Σωστράτη (δίδει κι εδώ ειρωνικά το όνομα αφού Sostrato σημαίνει βάση, θεμέλιο στην Ιταλική γλώσσα). Η απόφαση που «ελήφθη» είναι να επιλεγεί, για εκείνη την «εξαγνιστική» συνάντηση με τη Λουκρητία, ένας άγνωστος νέος, που θα τον σταματήσουν νύχτα. Ο «τυχαία επιλεγμένος» δεν θα είναι άλλος φυσικά παρά ο μεταμφιεσμένος Καλλίμαχος, τον οποίο αφού τον κουκουλώσουν μ’ ένα πανί και τον φιμώσουν θα τον «πετάξουν» μέσα σ’ ένα δωμάτιο, στο οποίο θα βρίσκεται η Λουκρητία. Ο Καλλίμαχος θα εκδηλώσει στη Λουκρητία τον έρωτά του, η Λουκρητία αντιλαμβάνεται την κουταμάρα του συζύγου της, την ηλιθιότητα της μητέρας της και την ατιμία του παπά, αποφασίζοντας να έχει το νεαρό Καλλίμαχο «προστάτη, αφέντη, οδηγό». Το τέλος είναι ένας συμβιβασμός για να σωθούν τα προσχήματα.

Πίκρα, αυτοσαρκασμός και απογοήτευση
Ο Μανδραγόρας αποτελεί την παρατήρηση και την αποτίμηση της αληθινής πραγματικότητας, μεταφερόμενη από τον Μακιαβέλι χωρίς κυνισμό και λύπη, με ευκρινή και οξυδερκή ευφυΐα. Απεικονίζεται η κοινωνία των συμβάσεων που υποκρίνεται, εξαπατά, συντρίβει και είναι κυνική. Το πρόσχημα του γέλιου και της ελαφρότητας (που εξηγούν την επιτυχία στο κοινό, ακόμα και την παράσταση στην παπική αυλή ) κρύβει στάση κοινωνικής καταγγελίας, πικρή συναίσθηση, χωρίς παραλληλισμούς και ψευδαισθήσεις. Πέρα από τις πολιτικό-κοινωνικές εμφάσεις γύρω από μια πραγματικότητα «που όλο εκφυλίζεται από την αρχαία αρετή» βλέπουμε μια «τραγωδία» χωρίς κάθαρση και χωρίς μεγαλοσύνη . Άλλωστε ο Μανδραγόρας είναι ίσως η πλέον αυτοβιογραφική παρουσίαση του Μακιαβέλι γεμάτη πίκρα, αυτοσαρκασμό και απογοήτευση που φαίνονται από την περίφημη εισαγωγή του στην κωμωδία:

Την κωμωδία τη λέγω Μανδραγόρα/…ο συγγραφέας δεν είναι φημισμένος,/ωστόσο, αν δεν σας κάμει να γελάστε,/το χρήμα σας –το λέω- θα σας γυρίσει./…Κι αν όλ’ αυτά τα πείτε χασομέρι/ανάξιο για το φρόνιμο τον άντρα,/συμπάθειο! τι βουλήθη να γλυκάνει/ την πίκρα που ‘χει ατός του με παιχνίδια./ Το λογισμό του αλλού που να τον στρέψει,/ αφού την Εξουσία του τη στερήσαν/και τη δράση που του ήταν διορισμένη;/Καμιά αμοιβή περίσσια δεν του πέφτει!
