
1η Μαρτίου 1968. Ρώμη. Αρχιτεκτονική σχολή. Βίαιες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας. Ο Αστυνομικός αποτελούσε το σύμβολο της καπιταλιστικής, αστικής καταπίεσης. Ποιος μπορούσε να τολμήσει να τα βάλει με τους φοιτητές και να υπερασπιστεί τους αστυνομικούς, που ήταν οι υπεύθυνοι για όλα τα κακά της κοινωνίας; Μόνο ένας διανοούμενος – προβοκάτορας, αντιτιθέμενος σε οτιδήποτε προκαλούσε αυταρχικότητα και εξουσιαστική καταπίεση. Το ποίημα «Φοιτητές, παιδιά του μπαμπά, εγώ είμαι με τους αστυνομικούς… Studenti, figli di papà, io sto con i poliziotti…» είναι η σύγκρουση δύο «κόσμων» που δεν ήταν και δεν αποτελούσαν την ιδεολογική βάση του Παζολίνι.

«Σας μισώ όπως μισώ τους μπαμπάδες σας»
Η «εξουσία» του καταναλωτισμού που αποδίδει εκείνη τη παροδική, εφήμερη χαρά όπως και η υποκρισία και το ψεύτικο της αστικής και μικροαστικής τάξης ήταν εκείνη την περίοδο τα σημεία ρήξης για τον Παζολίνι. Από αυτά προκληθείς γράφει: «Έχετε φάτσες παιδιών του μπαμπά. Σας μισώ όπως μισώ τους μπαμπάδες σας. Καλή ράτσα, όχι μυαλό. Έχετε το ίδιο κακό μάτι. Είστε φοβητσιάρηδες, ανασφαλείς, απελπισμένοι (πολύ καλά) μα ξέρετε και πώς να είστε αυταρχικοί, εκβιαστές, σίγουροι και αναιδείς. Ιδιότητες μικροαστικές, αγαπητοί». Αυτή η σκιαγράφηση σε τόσο μικρό χώρο πυκνών νοημάτων, όπως θα δούμε και αλλού, καθώς και περιεκτική ποιοτικών χαρακτηριστικών είναι μοναδική ικανότητα και προτέρημα της ποίησης του Παζολίνι. Αλλά γιατί ήταν με το μέρος των αστυνομικών; «Γιατί οι αστυνομικοί είναι παιδιά φτωχών. Έρχονται από μαχαλάδες, αστικούς ή αγροτικούς… γνωρίζω αρκετά καλά τον τρόπο τους που ήταν παιδιά, τις πολύτιμες χίλιες λίρες, τον πατέρα που έμεινε παιδί κι αυτός, εξαιτίας της φτώχιας, που δεν δίνει εξουσία». Και αφού περιγράφει ακόμα και το γελοίο της εξωτερικής εμφάνισης τους, με τις στολές σαν παλιάτσου, καταλήγει: «Χειρότερο όλων, φυσικά, είναι η ψυχολογική κατάσταση στην οποία εξαναγκάζονται (για καμιά σαρανταριά χιλιάδες λίρες μηνιαίως): χωρίς πια χαμόγελο, χωρίς πια φιλία με τον κόσμο, ξεχωριστοί, εξαιρούμενοι (με έναν τύπο αποκλεισμού που δεν έχει όμοιό του), ταπεινωμένοι από την απώλεια των ανθρώπινων προτερημάτων για εκείνη των αστυνομικών (το να μισείσαι σε κάνει να μισείς). Είναι είκοσι ετών, συνομήλικοί σας, αγαπητοί και αγαπητές».

«…δεν προσφέρω το πλευρό μου, δεν παραδέχομαι ότι είμαι ένα παιδί, ακόμα, για πάντα ανυπεράσπιστο»
Τι λοιπόν σημαίνει εξουσία σύμφωνα με την σκέψη του Παζολίνι; Ποια τα χαρακτηριστικά της; Η «πολιτική» σήμαινε κατάχρηση εξουσίας, καταπίεση, καταναγκασμό, ισχύ. Όμως το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο δεν είναι ο κύριος στόχος για τον Παζολίνι, αφού αυτός θα ήταν εύκολος, αλλά κυρίως είναι τα νέα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η αποξένωση, οι τακτικοί και οργανωτικοί άνθρωποι, η πολιτιστική βιομηχανία, το μοναχικό πλήθος. Είναι η κατηγορία του «καταναλωτικού» ανθρώπου, τα τυποποιημένα και ομοιόμορφα ανθρωπάκια που συμπεριφέρονται, δρουν, ντύνονται και μιλούν με τον ίδιο τρόπο. Είναι οι άνθρωποι που γίνονται όμηροι των αντικειμένων, των πραγμάτων και που δομούν ένα πρότυπο καταναλωτικό και υποκρισίας. Η πρόταση του Παζολίνι είναι η αίρεση αφού άλλωστε ο ίδιος είναι ο αιρετικός της εποχής του. Η άρνηση και το όχι, όπως έγραφε, «ήταν πάντα μια ουσιαστική πράξη. Οι άγιοι, οι ασκητές αλλά και οι διανοούμενοι, οι λίγοι που έκαναν την Ιστορία είναι εκείνοι που είπαν όχι, καθόλου οι αυλικοί και οι βοηθοί των καρδιναλίων». Ο Παζολίνι έχει επιλέξει τη «φλεγόμενη» οδό που καταγγέλλει: «θρέψου, θρέψου από το αγαθό που σου επιτρέπει να μην είσαι ελεύθερος!» γιατί «η αληθινή ελευθερία είναι λιγοστή: και αυτό που ξέρουμε – μόνο για όποιον ξέρει πολλά, και λανθασμένα, η ελευθερία είναι μεγάλη» .

Η θυμωμένη κραυγή πόνου των απορριφθέντων ανθρώπων από τον κόσμο
Ξυπνά λοιπόν η κραυγή του θυμού στη μελέτη του πόνου των «απορριφθέντων ανθρώπων από τον κόσμο». Και αναγιγνώσκονται ιδεολογικοί παροξυσμοί οργής, που αμέσως ανακαλούνται από την εγκατάλειψη σε ένα «αστικό όνειρο». Στον Παζολίνι είναι ευκρινής, ακριβής, επίμονη η πλήρης συνειδητοποίηση ότι είμαι «ένας τρελός, που, θα οφείλω να σιωπώ, δεν προσφέρω το πλευρό μου, δεν παραδέχομαι ότι είμαι ένα παιδί, ακόμα, για πάντα ανυπεράσπιστο». Από την καταγγελία αυτή του εσωτερικού του σύμπαντος, αλλά ταυτόχρονα και την επιθυμία του να «επανατοποθετήσει προς συζήτηση τα πάντα», να απαρνηθεί «κάθε φίλιωμα», το έργο του Παζολίνι αποκτά τη σημασία ενός ρωμαλέου ηθικού σφρίγους, σχεδόν μιας θρησκευτικής απόδειξης της αξίας της ύπαρξης. Καταγγελία που ο Παζολίνι ερμηνεύει όχι μόνο στα γραπτά του, αλλά ακόμα στα θεατρικά και κινηματογραφικά του έργα, όπως και στη σκανδαλώδη πράξη της ζωής του. Πράξη πάντα προβοκατόρικη, που αποδεικνύει το σφρίγος αλλά και τα ρήγματά της. Η έκφραση των συγκρούσεων ανάμεσα στο πνεύμα και στην εξουσία, ανάμεσα στην ποίηση της ελευθερίας και της βίας της οποιασδήποτε εξουσίας. Η ζωή ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι αδιανόητη όταν άλλοι άνθρωποι δε γνωρίζουν την ελευθερία και βιώνουν την καταπίεση πολιτικών/οικονομικών/θρησκευτικών εξουσιών οι οποίες φαίνεται να έχουν ξεχάσει τα στοιχειωδέστερα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένας άνθρωπος που εκπροσωπείται, δεν είναι ελεύθερος!

«Εκατομμύρια μικροαστών όπως εκατομμύρια γουρουνιών, βόσκουν αγόμενοι κάτω από τα άθικτα μεγάλα μέγαρα…»
Πάνω στο δομημένο αυτό πιστεύω του Παζολίνι η ύπαρξη κάθε είδους εξουσίας η οποία αναπαράγει βία και κυριαρχία πρέπει να στηλιτεύεται και να λοιδορείται. Στο ποίημα Στο έθνος μου – Alla mia nazione ρωτώντας «(Χώρα μου) Τι είσαι;» απαντά: «Χώρα παιδιών πεινασμένων, διεφθαρμένων, κυβερνητών υπαλλήλων των γαιοκτημόνων, νομαρχών αντιδραστικών, δικηγορίσκων λαδωμένων με μπριγιαντίνη και με πόδια βρώμικα, λειτουργών φιλελεύθερων, αποκρουστικών όπως οι θρησκόληπτοι θείοι, ένα στρατόπεδο, ένα σεμινάριο, μια ελεύθερη παραλία, ένας κυκεώνας! Εκατομμύρια μικροαστών όπως εκατομμύρια γουρουνιών, βόσκουν αγόμενοι κάτω από τα άθικτα μεγάλα μέγαρα, ανάμεσα σε σπίτια αποικιακά ξεφτισμένα πλέον όπως οι εκκλησίες. Ακριβώς επειδή υπήρξες, τώρα δεν υπάρχεις, ακριβώς επειδή ήσουν ενσυνείδητη, είσαι ασυνείδητη. Και μόνο γιατί είσαι καθολική, δεν μπορείς να σκεφθείς ότι το κακό σου είναι όλο το κακό: ενοχή κάθε κακού. Βούλιαξε σε αυτή την όμορφη θάλασσά σου, ελευθέρωσε τον κόσμο».

Για έναν Πάπα: «…Πόσο καλό εσύ μπορούσες να κάνεις! Και δεν το έκανες: Δεν υπήρξε αμαρτωλός μεγαλύτερος από εσένα»
Μόνο σε αυτό το επίγραμμα να σταθεί ο αναγνώστης μπορεί να συμπεράνει την αμφισβήτηση όλων των μορφών εξουσίας. Όπως και στο ποίημα το αφιερωμένο Σε έναν Πάπα – A un Papa, λόγω του θανάτου του ποντίφικα, εκθέτει και καταγγέλλει την κοινωνική αναλγησία αυτού:
«Υπάρχουν μέρη ελεεινά, όπου μητέρες και παιδιά
ζουν σε μια αρχαία σκόνη, σε μια λάσπη άλλων εποχών.
Όχι πολύ μακριά απ’ όπου εσύ έζησες,
με θέα τον όμορφο τρούλο του Αγίου Πέτρου,
υπάρχει ένας από αυτούς τους τόπους, το Gelsomino…
Αρκούσε μόνο ένα νεύμα σου, μια λέξη σου,
για να είχαν εκείνα τα παιδιά σου ένα σπίτι:
εσύ δεν έκανες ένα νεύμα, δεν είπες μια λέξη.
Χιλιάδες ανθρώπων κάτω από την εξουσία του παπισμού σου,
μπροστά στα μάτια σου, έζησαν σε στάνες και χοιροστάσια.
Το ήξερες, αμαρτία δε σημαίνει να κάνεις το κακό:
να μην κάνεις το καλό, αυτό σημαίνει αμαρτία.
Πόσο καλό εσύ μπορούσες να κάνεις! Και δεν το έκανες:
Δεν υπήρξε αμαρτωλός μεγαλύτερος από εσένα».

Χωρίς σκάνδαλο δε γίνεται ποίηση!
Αλλά και οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν μπορούσαν να μην τεθούν στο στόχαστρο του Παζολίνι: «Σας βλέπω: υπάρχετε, συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι…Αλλά οι χαιρετισμοί μας, τα χαμόγελα, τα κοινά πάθη, είναι πράξεις μιας αμφισβητούμενης περιοχής: μια… ακαλλιέργητη γη, για εσάς: περιθώριο, για μένα, ανάμεσα στη μια ιστορία και στην άλλη». Ο κόσμος λοιπόν της εξουσίας, με ότι εκπέμπεται και εκπορεύεται από αυτόν, είναι κατακριτέος. Αλλά και στη «Μπαλάντα της μητέρας του Στάλιν – Ballata della madre di Stalin» ο Παζολίνι προκαλεί «σκάνδαλο», θέλει να το προκαλέσει, γιατί χωρίς «σκάνδαλο» δεν γίνεται ποίηση. Για τον Παζολίνι η μητέρα είναι η αληθινή και αποκλειστική αγάπη: άλλος ένας τρόπος της «ναρκισσιστικής μανίας» , όταν θα επιβάλει στη μητέρα του Σουζάνα το ρόλο της Παναγίας στο φιλμ «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – Vangelo secondo Matteo». Η «μητέρα», λοιπόν, ως ιδεολογικό και συναισθηματικό πρόσωπο αμφισβήτησης του Στάλιν, μιλώντας στο γιο, πρωταγωνιστή της σοσιαλιστικής εξουσίας στο Κ.Κ.Σ.Ε. αλλά και «πατερούλη» των λαών που ενσάρκωνε την προστασία και την εξουσία, καταφέρεται με τρόπο μοναδικό εναντίον και αυτού του είδους εξουσίας:

Η Παναγία στο «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – Vangelo secondo Matteo»
«Γιέ μου, εγώ που ήμουν αθώα, σου έδωσα την αγάπη της αμαρτίας. Από το περιστέρι γεννήθηκε η αλεπού,
εκείνη που τη νύχτα έρχεται και ξεκοκαλίζειτο ζώο του φτωχού κόσμου.
Γιέ μου, εγώ που ήμουν ευσπλαχνική, σου έδωσα την αγάπη της μνησικακίας.
Από το αστεράκι γεννήθηκε ο ήλιος που καίει τα εχθρικά χωράφια του φτωχού εργαζόμενου λαού.
… Γιέ μου, εγώ που ήμουν ταπεινήσου έδωσα την αγάπη της εξουσίας.
Η δική μας ταπεινότητα των υπηρετών είναι σεβασμός για τις επιθυμίες του προλετάριου:
… Γιέ μου, εγώ που ήμουν τίμιασου έδωσα την αγάπη για την προδοσία.
Από το συννεφάκι γεννήθηκε ο άνεμος που αόρατος εφορμά στο δάσος, σκορπώντας θάνατο και καταστροφή.
… Γιέ μου, εγώ που ήμουν μόνο ζωήσου έδωσα την αγάπη για το θάνατο.
… Γιέ μου, πόσες μάνες στον κόσμο κάνουν ακόμα παιδιά σαν και σένα, στην Ασία, στην Ευρώπη, στην Αφρική,
… Μάνες για τις οποίες η αθωότητα είναι αμαρτία, η ευσπλαχνία μνησικακία, η εξουσία ταπεινότητα, η τιμιότητα προδοσία: και η ζωή που διψάει για θάνατο: χρειάζεται να έχει συναίσθηση, δεν αρκεί η συνείδηση ή ο οίκτος».

Σε αυτό το ποίημα είναι έκδηλη η καταφρόνια σε κάθε μορφή εξουσίας και μάλιστα για έναν κομμουνιστή, έστω και με ιδιαιτερότητα, διανοούμενο όπως ο Παζολίνι. Εξουσία κομματική, πολιτική, απάνθρωπη. Αναφέρεται μάλιστα σε αυτόν τον ηγέτη που αποτέλεσε την προσωποποίηση της σοσιαλιστικής, «διαφορετικής» μορφής εξουσίας. Την απανθρωπιά, που σύμφωνα με τον Παζολίνι ήταν συνεκτικό στοιχείο της εξουσίας, την συναντάμε ως χαρακτηριστικό σε κάθε μορφή της.

«Χοιροστάσιο – Porcile»
Στο θεατρικό έργο που έγραψε το 1967, που έγινε και φιλμ το 1969, «Χοιροστάσιο – Porcile» ο Παζολίνι αντιμετωπίζει τη στυγερότητα της εξουσίας, ίσως με τον πιο αποφασιστικό και ταυτόχρονα σαρκαστικό τρόπο. Ο εικοσιπεντάχρονος Julian, μοναχογιός και κληρονόμος των Klotz, και η δεκαεπτάχρονη Ida είναι «δύο πλούσιοι αστοί», παιδιά πάμπλουτων γερμανικών οικογενειών. Η Ida ψάχνει στην πολιτική φοιτητική εξέγερση (το 1967 έγιναν οι πρώτες φοιτητικές αντιδράσεις στη Γερμανία) την έννοια της ύπαρξής της, ενώ ο Julian πιστεύοντας στο αδιέξοδο αυτών των διαμαρτυριών, αφού όπως λέει «αντιπαραθέτουν την τρομοκρατία των νέων αστών στην τρομοκρατία των παλιών αστών» , τονίζει ότι «δεν έχω απόψεις. Προσπάθησα να έχω, και έκανα το καθήκον μου. Έτσι αντιλήφθηκα ότι και σαν επαναστάτης ήμουν κομφορμιστής» . Η Ida σκιαγραφώντας τον Julian τονίζει: «…η γοητεία του είναι αμετάλλακτη. Αυτός, φεύγοντας, ήταν πάντα παρών. Είχε δημιουργήσει μια εξουσία, παίζοντας πικρά. Ο μυστηριώδης πόνος του είναι πάνω του σαν ένα μνημείο» . Αν θα παντρευόντουσαν αυτοί οι δύο γόνοι, όπως λέει ο Julian: «με την πατρική κληρονομιά τη δική μας και τη δική της, θα γινόμουν φυσικά ιδιοκτήτης της μισής Δυτικής Γερμανίας:μάλλινα, τυριά, μπύρα και κουμπιά, για να μην υπολογίσω τα κανόνια.» . Αυτή είναι η μια πλευρά της Γερμανίας, η εξουσία, την οποία ο Παζολίνι σχεδιογραφεί με τη μορφή ενός μεγάλου και χοντρού γουρουνιού και από την άλλη εκείνος ο γιος των πάμπλουτων, ο Julian Klotz, που έχει κλειστεί με αποφασιστικότητα στο καβούκι του και στη σιωπή του. Ο βιομήχανος και μεγαλοεπιχειρηματίας πατέρας ανακαλύπτει ότι «ο κύριος Herdhitze, ο πολιτικός του αντίπαλος, ο μπαμπούλας των βιομηχανιών του, ο νέος άνθρωπος της Δυτ. Γερμανίας… δεν είναι άλλος από τον κύριο Hirt», γνωστός ναζιστής και φίλος του από την εποχή του κοινού ναζιστικού παρελθόντος τους, ο οποίος έχοντας κάνει πλαστική επέμβαση εμφανίζεται ως Herdhitze. Ο Herdhitze – Hirt είχε επιφορτισθεί από τον Himmler στη «συλλογή κρανίων αξιωματικών Εβραίων μπολσεβίκων για επιστημονικές έρευνες στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου» ο οποίος παίρνοντας τα πτώματα από το κρεματόριο του Auschwitz κατάφερε να γίνει πλούσιος, και ανταγωνιστής του πατέρα Klotz, λόγω των χρυσών δοντιών που υπήρχαν στα κρανία. Ο πατέρας Klotz νομίζει ότι κρατά στο χέρι του πλέον τον Herdhitze – Hirt. Όταν μάλιστα του αναγγέλλεται ότι ο Herdhitze – Hirt ζητάει να τον δεχτεί, τον δέχεται γιατί θέλει να τον εκβιάσει. Συζητώντας όμως και πίνοντας στη «νέα τους νεότητα» ο Herdhitze – Hirt αποκαλύπτει, για να μη νομίζει ότι ο πατέρας Klotz τον έχει του χεριού του, ότι ο γιος του Julian έχει ένα «βίτσιο», το οποίο είναι η ερωτική του σχέση με τα γουρούνια. Αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων και των εκατέρωθεν εκβιασμών είναι να συμφωνήσουν και να αναγγείλουν τη συμφωνία τους για βιομηχανική σύμπραξη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του βιομηχανικού κολοσσού Klotz & Herdhitze. Ο Julian χαιρετώντας την Ida, η οποία είχε πλέον αποφασίσει να παντρευτεί, τής περιγράφει την αίσθηση του ερωτά του χωρίς να της αποκαλύψει όμως το αντικείμενο, μιλώντας « di ciò – γι’ αυτό». Χωρίς να αναφερθεί σε όνομα ή σε γυναίκα.

«…τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Julian!»
Κατά τη διάρκεια της δεξίωσης, που έχει δοθεί για τον εορτασμό της βιομηχανικής σύμπραξης Klotz & Herdhitze, ο Julian έχοντας απομακρυνθεί και βρισκόμενος στο χοιροστάσιο έρχεται σε επαφή με τον ορθολογιστή μεταφυσικό φιλόσοφο Σπινόζα . Ο φιλόσοφος αφού του λέει ότι «μένει να του ξεκαθαρίσει ποιο είναι το αληθινό χοιροστάσιο» εκείνο δηλαδή της δεξίωσης ή αυτό με τα αληθινά γουρούνια δηλώνει, τονίζοντας: «πόσο υπέφερα! Πιστεύουν ότι οι επαναστάτες είναι πάντα ισχυροί και ότι επομένως δεν υποφέρουν, σαν οι πόνοι και οι ντροπές που αυτοί δοκίμασαν, ήταν γι’ αυτούς προβλεφθέντες και φυσικοί…αλλά μια αποκήρυξη (ενάντια στον κομφορμισμό των πατεράδων εξουσιαστών), μια προσπάθεια δωροδοκίας (μια παρωδία ενσωμάτωσης του επαναστάτη γιου), το αιρετικό του γιου – το σκάνδαλο – ο διωγμός. Είμαστε στα 1667 ή στα 1967;». Ο Julian καταφεύγει στο Χοιροστάσιο. Στη διαδρομή του είχε συναντήσει τον χαμογελαστό χωρικό Maracchione και ένα κοριτσάκι, την τετράχρονη Gustawa, η οποία πάντα τον παρακολουθούσε από μακριά. Στην τελευταία σκηνή της τραγωδίας ο Maracchione φθάνει στη δεξίωση, μαζί με άλλους ανήσυχους χωρικούς, και παίρνει το λόγο για να ανακοινώσει αυτό που κανένας άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει. Το κοριτσάκι, κλαίγοντας και στριγκλίζοντας με μοναδικό τρόπο, πράγμα που έκανε τους χωρικούς να πιστεύουν ότι πέθαινε, φώναζε να έρθουν γρήγορα γιατί «τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Julian!» . Οι χωρικοί έτρεξαν και πράγματι είδαν «τα γουρούνια να μασάνε τα τελευταία κομμάτια του Julian. Το ένα είχε στο στόμα του ένα χέρι, και τα άλλα προσπαθούσαν να πάρουν κομμάτια μακριά από τα άλλα για να τα φάνε μόνα τους» . Όλοι όμως τόνιζαν ότι αν δεν ήταν παρόντες δεν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ποτέ το γεγονός, γιατί δεν είχε μείνει απολύτως τίποτε. Στις συνεχείς ερωτήσεις του συνεταίρου Herdhitze αν είχε απομείνει κάτι, ο Maracchione κατηγορηματικά απαντούσε: «Όχι! Τίποτε!». Για να κλείσει ο Παζολίνι την τραγωδία βάζοντας τον Herdhitze να αναφωνήσει: «τότε, σσσστ! Μην πείτε τίποτα σε κανέναν» .

«Οι άνθρωποι δεν θα έχουν στο μέλλον πια προβλήματα συνείδησης»
Σε αυτή τη θεατρική τραγωδία ο Παζολίνι πραγματικά κατακρίνει και σκανδαλίζει. Προκαλεί για μια ακόμα φορά όταν ο πατέρας του Julian, πρώην αξιωματικός των ναζιστών, μιλώντας για το γιο – κληρονόμο λέει: «τι περιμένει για να παχύνει σαν ένα γουρούνι; …Τι περιμένει να πει γουρούνι εμένα;» και ακόμα «έχω αυτόν το γιο που δεν είναι ούτε υπάκουος ούτε ανυπάκουος» καταγράφοντας ουσιαστικά την φυγή του γιου από την πραγματικότητα, με εκείνη την τρέλα και το βίτσιο της «παιδικής και αλαζονικής επιθυμίας» που είναι για τον γιο το «απόθεμα της ευτυχίας». Ο «σκοτεινότατος προορισμός» εκείνης της επιθυμίας, που έχει κάτι από το «προνόμιο της τρέλας» είναι η ερωτική του σχέση με τα γουρούνια, το σαρκικό εμπόριο με εκείνα τα γουρούνια, με τα οποία θα μπορούσε να ανταλλάξει ευχερώς τον πατέρα του. Αλλά η «τσιμεντένια Αθήνα» , στην οποία είχε μεταμορφωθεί το «Godesberg του Γκαίτε» (είναι το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα), καθώς δεν αποδέχεται την προοπτική ενός «ατομικού» μέλλοντος («οι άνθρωποι δεν θα έχουν στο μέλλον πια προβλήματα συνείδησης» και δεν «θα υπάρχει πια ίχνος ανθρωπιστικού πολιτισμού» προβλέπει λακωνικά κάποιος από εκείνους τους «κυνικούς» πατέρες), έτσι και δεν μπορεί από τώρα να αντέξει ότι ένας όμοιός τους «κλείνεται σε μακρά ερμητική εφηβεία»: στο βάθος εκείνου του σκοτεινού τούνελ («η θέληση τώρα πια χωρίς όρια μοναξιάς», «η έκσταση του περιορισμού» ), «πανούκλα» και «σαγήνη», «δυστυχία» και «συνεχή, ατελείωτη ευθυμία» αναμιγνύονται σε μια δυσανάγνωστη σύνθεση. Στην «οσμή της κοπριάς και του στάβλου», που αναδύεται «ψηλά στον αέρα της Ρηνανίας» , τα γουρούνια, τα αληθινά γουρούνια θα σκεφτούν εκείνους, σε εκείνο το «βάραθρο» , τους ακούσιους εκφραστές της Εξουσίας πατέρα και δολοφόνο, για να κάνουν κομμάτια τον Julian: αυτόν που «υπέμενε μόνο, κλεισμένος στον εαυτό του», που «δεν αναμίχθηκε με κανέναν», που πρόδωσε τους πάντες «αλλά χωρίς να έχει … υποσχεθεί ποτέ ότι είναι … πιστός» .

«…να ζεις χωρίς να μιλάς, χωρίς να τρως, χωρίς να κοιμάσαι, χωρίς να ονειρεύεσαι, χωρίς να πεθαίνεις…»
«Μια ιστορία γουρουνιών για μια ιστορία Εβραίων…» , είχε με μελαγχολική ειρωνεία παρατηρήσει ο ίδιος ο Julian, πλησιάζοντας το «ερωτικό πάθος» του, το αντικείμενο της οποίας δεν ήταν ποτέ «τόσο κατώτατο» , στη δολοφονική ηδονή της Εξουσίας, της οποίας ο ξεπεσμός δεν ήταν ποτέ τόσο κατώτατος. Και τελικά η Εξουσία, αφού εκτέλεσε τη νιοστή τελετουργική θυσία ζητάει και απαιτεί τη σιωπή: «Δεν έμεινε ούτε καν ένα σημάδι;… … Τότε, σσσσς! Μην πείτε τίποτα σε κανέναν!». Ίδια απαίτηση και επωδός – απειλή όπως εκείνη του Herdhitze – Hirt προς τους συνεργάτες του στο ναζιστικό «ανατομικό» εργαστήριο: «Εάν δεν κρατήσετε το στόμα σας κλειστό, θα έχετε το ίδιο τέλος (όπως οι Εβραίοι)» . Η σιωπή είναι διαμαρτυρία και τελειωτική επιλογή αφού ο Julian είχε προσπαθήσει με όλους τους τρόπους να ακουστεί. Όπως του λέει ο Σπινόζα «η απόφαση που εσύ τώρα παίρνεις είναι επομένως η απόφαση που θα μπορούσε να πάρει ολόκληρη αυτή η νέα μας Εποχή…» «Μα εγώ δεν παίρνω καμία απόφαση» απαντάει ο Julian. «Αντιθέτως, την πήρες. Και από καιρό. Τι σημαίνει για τρεις μήνες να ζεις χωρίς να μιλάς, χωρίς να τρως, χωρίς να κοιμάσαι, χωρίς να ονειρεύεσαι, χωρίς να πεθαίνεις;» Η σιωπή είναι αληθινή επανάσταση και άρνηση που αποσταθεροποιεί και κάνει να χάνεται ο έλεγχος, καθιστά ανίσχυρους τους ισχυρούς γιατί δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Ο Παζολίνι έχοντας πει «θα πρέπει να σιωπώ» καταγράφει αυτή τη μοναδική και σκληρή πρόβλεψη του θανάτου του μέσα από το εκείνο τον κόσμο των αληθινών γουρουνιών που θα είναι, όπως έγραψε στο «Χοιροστάσιο», οι ακούσιοι εκφραστές της εξουσίας. Άλλωστε ο Παζολίνι είχε δηλώσει ότι μερικώς ταυτιζόταν με τον Julien Klotz, για την αμφιβολία, την απατηλή ταυτότητα, και για όλα εκείνα που είχε πει ο πρωταγωνιστής στο μακρύ μονόλογό του στην Ida που φεύγει στο τέλος του 8ου επεισοδίου.

«Να μιλάω για μένα μου κάνει κακό»
Όμως ένα μόνο άτομο, που εξομολογείται ότι «υποφέρω βάναυσα για οτιδήποτε λέω για μένα» όπως και όταν τονίζει «Να μιλάω για μένα μου κάνει κακό» , δεν μπορεί να αντιδράσει στην εξουσία και καταβροχθίζεται από αυτήν. Το διαφορετικό αγνοείται και σαρώνεται, και το μόνο που ενδιαφέρει την εξουσία είναι να μην υπάρχουν αποδείξεις. Ο Παζολίνι ο προβοκάτορας, ο διαφορετικός, ο αιρετικός, ο ανατροπέας – Νάρκισσος, παρουσιάζοντας τον εαυτό του, όπως γράφει στην εισαγωγή του αυτοβιογραφικού θεατρικού του έργου Bestia da stile, στηλιτεύει, με το δικό του τρόπο, κάθε σύστημα εξουσίας. Ας τον απολαύσουμε:

«Καμαρώνω για το ξεχωριστό των προβλημάτων μου! Βρίσκομαι στην καρδιά ενός κόσμου, εγώ!
…βρίσκομαι στην ευτυχή ένωση στην οποία η Λογική και η Σύνεση είναι μαζί. Ετράφηκα από τις συζητήσεις μου με το λαό μου.
Έχω τις πλάτες σίγουρες, με το χαμόγελό του στις πλάτες μου. Γι’ αυτό δεν αρνούμαι τις κριτικές και τις σκανδαλώδεις διαμαρτυρίες!
…Η πάλη μου ως ποιητή ενάντια στην Τρέλα των ποιητών της Δύσης, στην ερεβώδη μυστικότητά τους,
στη φυγή τους μέσα στα εταιρικά τους μυστικά, έγινε στο όνομα της Λογικής: αλλά, επαναλαμβάνω, αυτή η Λογική είναι μαζί με τη Σύνεση. Μου είναι γι’ αυτό ξεκάθαρη η διαφορά της φύσης
ανάμεσα στην ετεροδοξία μου και την Ορθοδοξία που κριτικά αποδέχομαι.
Αντίθετα, η συνείδηση αυτού του δράματος είναι η ποίησή μου!».
