Αφιέρωμα: Η απεικόνιση της νεότερης Ελλάδας σε σύγχρονους ποιητές και λόγιους Ιταλούς

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΔΗΜ. ΤΣΟΛΚΑ

Οι λογοτεχνικές σχέσεις και οι αμφίδρομες επιδράσεις μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών έχουν πολλούς αιώνες ιστορίας. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις δημιούργησαν πνευματικές και πολιτιστικές περιόδους με κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία  από τη μια μεριά δεν ακύρωναν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες κάθε μίας από τις δυο πλευρές που αντιπαραβάλλονταν, ενώ από την άλλη σηματοδοτούσαν την ταυτόχρονη γέννηση και τη δημιουργία ενός ευρύτερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το μείγμα του Ρωμαϊκού πολιτισμού, που σωστά χαρακτηρίσθηκε σαν Ελληνορωμαϊκός, ρωμαϊκά στοιχεία που ξαναβρίσκουμε στο Βυζαντινό πολιτισμό, η συμβολή του Βυζαντίου στην Αναγέννηση, είναι χαρακτηριστικά αποδεκτά και γνωστά. Χρειάζεται όμως να υπενθυμίσουμε ότι για την ευρωπαϊκή πολιτιστική πορεία και εξέλιξη, το ελληνικό και ιταλικό υπόβαθρο ήταν οι κυριότεροι παράγοντες ανάπτυξής της, αν και η συμβολή τους δεν ήταν πάντα ισομερής. Το ενδιαφέρον εστιάζεται σε δυο αιώνες. Τον αιώνα – τον 19ο – που πραγματοποίησε την ελευθερία των δυο λαών και τον αιώνα – τον 20ό – στον οποίο υπήρξε η μεγαλύτερη αιματοχυσία στην ιστορία του ανθρώπινου γένους (120.000.000 νεκροί μόνο στο πρώτο μισό του αιώνα από πολέμους).

Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι δύο παρόμοια έθνη, κυρίως λόγω της πολιτιστικής τους παράδοσης και ιστορίας. Ο αγώνας για την Ελευθερία και ο συγκρότηση των κρατών-εθνών ήταν κοινοί στόχοι και επιδιώξεις που έφεραν την ελληνική Παλιγγενεσία και το ιταλικό Risorgimento πολύ κοντά. Η Ελλάδα εξεγέρθηκε πρώτη και ανέτρεψε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες, οι οποίες είχαν εγκριθεί από το Συνέδριο της Βιέννης (1815), δίνοντας τη σκυτάλη στην Ιταλία για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στις ισορροπίες αυτές. Μεγάλη η επίδραση που άσκησε η Ελλάδα στους Ιταλούς λογίους την εποχή του Ιταλικού Risorgimento. Η σπίθα της Ελλάδας και η έμπνευση γι αυτήν από τους Ugo Foscolo, Vincenzo Monti, Giacomo Leopardi, Αngelo Broferio, Αleardo Aleardi, Pietro Giannone, Giovanni Berchet, Αntonio Mezzanotte, Νiccolò Tommaseo, Luigi Mercantini έως και τους Giosuè Carducci, Giuseppe Regaldi, Ιppolito Nievo, Gabriele D’Annunzio δεν είναι απλώς ποιητικές συνθέσεις ή ιστορικά μυθιστορήματα ή κείμενα με μικρές ή μεγαλύτερες μόνο αναφορές στην Ελλάδα. Αποτελούν ταυτόχρονα πηγή έμπνευσης και αντίστοιχου προβληματισμού για την Ιταλία, με τα προβλήματα και τους στόχους της.

Επέλεξα τον Ippolito Nievo (1831 – 1861)     για να ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι της Ελλάδας και της επίδρασής της σε Ιταλούς λόγιους. Στο μυθιστόρημα Le confessioni di un italiano, το οποίο έγραψε μέσα σε οκτώ μήνες εντατικής εργασίας (Δεκέμβριος 1857 – 16 Αυγούστου 1858) τονίζει:   «… Να ζεις χωρίς ψυχή δεν αξίζει να ζεις, αλλά να πεθαίνεις για μια υπόθεση ιερή και εξέχουσα πρέπει να φαίνεται μια αξιοζήλευτη τύχη, σύμφωνα με τις χριστιανές μητέρες… Εγώ το επαναλαμβάνω, Κάρλο…  Στείλε μας τους γιους σου: για να είναι καλοί Ιταλοί θα πρέπει να γίνουν λιγάκι Έλληνες και τότε θα δούμε εκείνο που δεν έχουμε δει μέχρι τώρα…».  Για να δούμε προοπτική ελευθερίας στην Ιταλία θα πρέπει να γίνουμε λίγο Έλληνες. Αυτή η διατύπωση του Nievo δηλώνει τη μεγάλη πίστη και το θαυμασμό του για τους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας.  

Πώς μιλάει ο ποιητής, συγγραφέας, αρχηγός της αντιπολίτευσης στον Conte Cavour  Angelo Brofferio (1802 – 1866) στις Ελληνικές Σκηνές – Scene elleniche για την Ιταλία και την Ελλάδα; «Είσαι εσύ, ω Ελλάδα, που στις “Ελληνικές σκηνές” ζήτησα υποστήριξη για να δονήσω με την ανάσα της ελευθερίας την κοιμισμένη Ιταλία».

Όμως και ένας άλλος ποιητής, ο δημιουργός του Άσμα Ιταλικό – Canzone italiana, (1859) γνωστός ως «Ύμνος του Garibaldi», ο Luigi Mercantini (1821-1872), που μάλιστα βρήκε καταφύγιο στα Επτάνησα έως το 1852 εξαιτίας της αναγκαστικής εξορίας του μετά τα κινήματα του 1848-49, αναφέρεται στις σχέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας:«… Όταν τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδας έτρεχαν ευχαριστημένα να πολεμήσουν και να πεθάνουν για να απελευθερωθούν από την ποταπή δουλεία, τα αδέλφια τους οι Ιταλοί ύψωναν μια κραυγή ευτυχίας και αγάπης, και μέσα στις γραμμές σας την ώρα των τρομερών μαχών ακούσθηκε βέβαια και η φωνή κάποιου φλογερού Ιταλού που μαχόταν και πέθαινε φωνάζοντας: Ζήτω η Ελλάδα! Και εσείς απαντήσατε – Ζήτω η Ιταλία!  μόλις φαινόταν ότι οι Ιταλοί σε εκείνες τις μάχες θα σχημάτιζαν κράτος…».

Ο Γάιδαρος (1857) του Francesco Domenico Guerrazzi (1804 – 1873 μέλος της τριανδρίας στον πρώτο πόλεμο της ανεξαρτησίας 1848-1849 και αργότερα ο μόνος ηγέτης των δημοκρατικών στη Φλωρεντία) είναι ένα φανταστικό και εκκεντρικό όνειρο, στο οποίο ο συγγραφέας συνοδεύει με το λεξιλόγιο και με τη φαντασία του συμπεράσματα της Βίβλου και με τη σχολαστική του παράδοση επιτίθεται ανηλεώς στους «εχθρούς» του: Την «αθεόφοβη σέχτα των μετριοπαθών» και την εκκλησία της Ρώμης. Στον Γάιδαρο είναι χαρακτηριστική η γενναιόδωρη υπεράσπιση της Ελλάδας και των ιστορικών της δικαιωμάτων στην ελευθερία, στο όνομα εκείνου του πολιτισμού που αυτή δημιούργησε και δώρισε σε ολόκληρο τον κόσμο, ενάντια στο  θηριώδη εγωισμό και τον πανούργο διπλωματικό εμπαιγμό, που θέλει να καταπνίξει τη θέληση για μια μεγάλη Ελλάδα. Παρουσιάζεται η πρόσφατη ιστορική εικόνα της Ελλάδας και η συμπόνια γι’ αυτήν από τους λαούς:«… Όταν πρώτη η Ελλάδα ξεσηκώθηκε φτωχή, γυμνή και απαίσια από την επώδυνη πληγή και από τους πόνους από τα χτυπήματα των αδυσώπητών της τυράννων, όσοι είχαν στο στήθος τους καρδιά ανθρώπινη ευχαριστήθηκαν: δεν υπήρξε οικογένεια όπου ο πατέρας κόβοντας το ψωμί στα παιδιά του να μην έβαζε ένα κομματάκι στο πλάι λέγοντας: αυτό είναι για την Ελλάδα. Δεν υπήρξε μητέρα, που έχοντας βάλει να κάνει την προσευχή της η κόρη, πριν να την βάλει στο κρεβάτι, να μην της μιλούσε έτσι: ας προσθέσουμε, αγαπημένη, ένα Ave Maria για τους φτωχούς Έλληνες. Και το κοριτσάκι, σηκώνοντας τα χέρια του, απαντούσε με την καρδιά της: Ave Maria…».  

Ο αξιόλογος λόγιος και ποιητής Mario Rapisardi (1844-1912) το 1868 θα περιγράψει και θα εξυμνήσει τις Σουλιώτισσες-«Αμαζόνες της Πίνδου» που κομμάτιαζε τον βράχο/[…]/ και η καρδιά προσέτρεξε σε θυμό/ και τότε που μόνη και σαν γυμνό σκουλήκι / και νεκρή σε πίστευαν κάτω από τη γη,/ ξεπήδησες ζωντανή στα ξαφνικά/ ζωντανή, ακμαία και στα όπλα,/ […] / κι ατενίζω νέους Μαραθώνες και Θερμοπύλες. Ο ίδιος γράφει: «Η Ελλάδα ήταν πάντα στην κορυφή των σκέψεών μου. Σε αυτήν οφείλω εκείνο το λίγο που έκανα στην τέχνη, σε αυτήν τα αισθήματά μου τα πλέον ευγενή και τους πιο αγνούς ενθουσιασμούς της ζωής μου. Καμιά ιστορία δεν με έκανε να κλάψω και να αναριγώ όσο εκείνη της ένδοξης ελληνικής επανάστασης του ’21 και από αυτή ανέβλυσαν οι πρώτες πολιτικές σπίθες του μυαλού μου». Πιο κάτω ακολουθεί απόσπασμα από την ωδή “Per l’insurrezione della Grecia” που την έγραψε τον Νοέμβριο του 1862, όπως τονίζει «λίγο μετά από την εκδίωξη του Όθωνα»: «Τώρα ξεσηκώσου! Κι εσύ που στον βάρβαρο Οθωμανό/ σκύβεις ακόμα το μέτωπο, κι εσύ που ολοφύρεσαι/ κάτω από το σκήπτρο του Βρετανού κουρσάρου/ ξεσηκώσου και βρόντηξε!/[…] Εσύ δεν θα πέσεις! Ούτε εκείνο το αίμα θα κάνεις μάταιο/ που της ελευθερίας σου θυσιαστήρια έκανε ήπια/που κόκκινο είναι των Κυδωνιών το σχέδιο/ και του Σουλίου οι λόφοι/ Άντε, σήκωσε το βλέμμα στην Πίνδο και στην Οίτη,/ Αητός του Ολύμπου και στις τέσσερις θάλασσες:/ Να οι σκιές του Μάρκου και του Νικήτα,/ να ο Κανάρης». Το ζήτημα των αλύτρωτων εδαφών που είναι πόθος και αγώνας της επαναστατημένης Ελλάδας στο 19ο αιώνα και που παρουσιάζει εδώ ο Rapisardi μετά την εκδίωξη του Όθωνα και με την προοπτική απελευθέρωσής των, κλείνει με την τρομερή επιθυμία του ποιητή: «…Ω, εάν εγώ μπορούσα πριν να πεθάνω να δω την Ελλάδα ελεύθερη. Εάν μπορούσα να εξυμνήσω στην θεϊκή ελευθερία που, ολόλαμπρη με νέο φως, ανοίγει τις αγκαλιές στα εγγόνια, του Μπότσαρη και του Τζαβέλα. Τα εγγόνια των Σουλιωτών να δουν την Ήπειρο ελεύθερη και τα άλλα αλύτρωτα ελληνικά εδάφη…».

Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα του αλύτρωτου πόθου για την απελευθέρωση της Ηπείρου ήταν της «Παραμμυθιώτισσας» μεγάλης δημιουργού Αγγελικής Πάλλη Bartolomei (1798-1875) που γεννήθηκε στο Λιβόρνο από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας της Παναγιώτης Πάλλης κατάγονταν από το χωριό Ελινοί (Βέλλιανη), την αποκαλούμενη σήμερα Χρυσαυγή Θεσπρωτίας. Το 1854 επαναστατεί η Ήπειρος, η ιδιαίτερη πατρίδα της Πάλλη την οποία δεν ευτύχησε να δει ελεύθερη, και η Αγγελική γράφει το διήγημα «Un episodio dell’insurrezione greca del 1854». Κύκνειο άσμα της η Ωδή στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και Θεσσαλία- Epiro e Thessalia, που δημοσιεύτηκε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στην ιταλική, αγγλική και γαλλική γλώσσα. Σε αυτό το σονέτο, το οποίο υπαγόρευσε από το κρεβάτι της λίγο πριν πεθάνει, αποχαιρετά για τελευταία φορά την ιδιαίτερη πατρίδα της κι εκφράζει το πικρό παράπονό της που δεν κατάφερε να τη δει ελεύθερη, όπως ήλπιζε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν κρύβει την αποστροφή της για τη χριστιανική Ευρώπη που στηρίζει τους αλλόδοξους μουσουλμάνους και αφήνει αβοήθητους τους ομόθρησκους Έλληνες: «… Έχετε γεια όμορφες Θεσσαλικές πεδιάδες,/ που σας χάιδεψε το τραγούδι του Ρήγα, κι εσύ γλυκειά μου Ήπειρο,/ που ύψωσες το άγιό σου λάβαρο στα τιμημένα βράχια σου,/ π’ απάνω σου περιπλανήθηκα τόσο, με της φαντασίας τις φτερούγες!/ Σαν για τελευταία φορά θ’ αποχαιρετήσω/ αποκαμωμένη τους αγαπημένους μου, τη γη και τον ήλιο/ εσείς δεν θάστε λεύτερες ακόμα. Κι’ ενώ θα κυλάη ο χρόνος,/ ο κακούργος ζυγός θα σας πιέζη πάντα το ίδιο./ Ω, πρόσμενα κοντινή της λευτεριάς τη ροδοαυγούλα,/ μα ω θεέ! Βλέπω τον ορίζοντα νάναι σκοτεινιασμένος/ κι’ από σύννεφα μουντά βαρειά φουρτουνιασμένος…/ Ω, με τις συμφορές και το ρεζίλεμά σας πως γελά η Ευρώπη:/ Γελά, κι ενώ γονατίζει μπροστά στον ίδιο Σταυρό που γονατίζετε και σεις/ αρματώνεται για να βοηθήση τους Μουσουλμάνους…».

Η Ελλάδα, όπως και η Ρώμη, εξέφραζε όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Νομπελίστα ποιητή (1906) Giosuè Carducci (1835-1907). Ιδού πως εκφράζεται ο ίδιος ο Carducci για την Ελλάδα: «… Δείτε καλά τον κύριο Arbib: εκείνους που αυτός στο σημείωμα για το «Νέα Ποιήματα – Nuove Poesie» ονόμαζε οι «Έλληνές μου» – οι Έλληνες, εννοείται, οι δικοί μου, του G. Carducci, που σύμφωνα με ορισμένους έχω και άδικο να θαυμάζω τους Έλληνες – οι «Έλληνές μου», που δεν άφηναν να πεθάνουν από την πείνα ή να ζητιανεύουν οι μητέρες και τα παιδιά εκείνων που πήγαιναν να πολεμήσουν για την πατρίδα…». Ο πόνος του Carducci για την Ελλάδα και τα βάσανά της είναι έντιμος, έντονος, αφού είναι φιλέλληνας σταθερός και συνεπής. Σε ένα ποίημα διακρίνουμε σε μια υπέροχη στροφή αφιέρωμα στην Ελλάδα να κοινοποιεί τα αισθήματά του και τον πόνο του:

                            Το έντονο δάκρυ μου, όμορφη Ελλάδα,

                             Τρέχει και ηχεί ξανά την τελευταία ωδή σε εσένα!

                             Σήκωσε τα όπλα πια, μοιραία αδελφή,

                             Γιατί όλο με νεκρούς η καρδιά μου είναι. 

Θαυμάζουμε πραγματικά την έκφραση πόνου και απογοήτευσης του Carducci. Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στα Βυζαντινά Χρονικά – Cronaca Bizantina, Ρώμη, την 16η Σεπτεμβρίου 1883. Η καρδιά τού ποιητή είναι γεμάτη νεκρούς. Όμως στην όμορφη και μοιραία Ελλάδα, αδελφή της Ιταλίας, ο ποιητής  αφιερώνει την τελευταία του ωδή με την προοπτική και την ελπίδα να ξεσηκωθεί και να ελευθερωθεί. Η Ρώμη και η Αθήνα εξολοθρεύουν τυράννους και βασιλιάδες: «…Εγώ έζησα να εξολοθρεύω τυράννους / μαζί σας, Ρώμη και Αθήνα…». Το μεγάλο ιδανικό είναι η Ελευθερία και χωρίς αυτήν «…Λείπει κάθε λόγος ζωής, εάν η ελευθερία, ω η ελευθερία λείπει…».

Ο Gabrielle D’Annunzio (1863-1938) από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους εκπροσώπους του Decadentismo, πατριάρχης της ιταλικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ού αιώνα, επισκεπτόμενος το 1899 την Ελλάδα, εκφώνησε λόγο προς τους Αθηναίους στις 9 Φεβρουαρίου 1899 στον ΦΣ Παρνασσό όπου τόνισε τη μεγάλη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στο έργο του. Απόσπασμα μικρό από την ομιλία του: «… Έρχομαι στη χώρα σας σαν σε ιερό προσκύνημα, για να αποδώσω ευχαριστίες, επειδή στον ήλιο της Ελλάδας εγώ χρωστάω την ωρίμανση του πνεύματός μου, την πληρότητα της ζωής μου, την κατάκτηση της ευτυχίας μου. Στο όνομα της γενναιοδωρίας του αίματός σας και της φλόγας της ψυχής σας, ας είναι ιερή η προσευχή που εγώ απευθύνω στους ουρανούς με τον πιο μεγάλο ενθουσιασμό: να λάμπει ακόμη, μετά τόσες περιπέτειες και μετά τόσο ηρωισμό, από νέα δόξα στους αιώνες των αιώνων η υπέροχη Αθήνα, ιοστεφανωμένη…». Μέρος του Laus vitae του D’Annunzio είναι η επιτηδευμένη αναπαράσταση ενός ταξιδιού που έκανε το 1895 με τον Edoardo Scarfoglio, με τον Γάλλο συγγραφέα Georges Hérelle, μεταφραστή του D’Annunzio και άλλων Ιταλών συγγραφέων, με τον ζωγράφο και εξερευνητή Guido Boggiani και με τον δικηγόρο και πολιτικό Pasquale Masciantonio. Μας αφήνει τις πολύ ενδιαφέρουσες σημειώσεις του για το ταξίδι αυτό (εν μέρει αναθεωρημένες αργότερα), που χρησιμοποιήθηκαν για το ποίημα.

Ο νομπελίστας (1934) Luigi Pirandello (1867-1936) θαύμαζε την Ελλάδα, ως πατρίδα του θεάτρου, με τον σύνδεσμο που αισθανόταν για τη χώρα μας λόγω των κλασικών σπουδών και της καταγωγής του. Σε συνέντευξή του που είχε παραχωρήσει στον Κώστα Ουράνη είχε πει: «… Την Ελλάδα τη φέρνω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει τη σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου.. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι, χωρίς να ‘χω πάει, την ξέρω. Είμαι από τη Σικελία, δηλαδή τη Μεγάλη Ελλάδα, κι υπάρχει πολύ από την Ελλάδα στη Σικελία. Το μέτρο, η αρμονία, ο ρυθμός, ζουν ακόμα σ’ αυτή. Εξ’ άλλου […] είμαι ο ίδιος ελληνικής καταγωγής. Ναι, ναι, μην εκπλήττεσθε […] το οικογενειακό μου όνομα είναι Πυράγγελος. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του: Πιραντζέλο, Πιραντέλλο…». Η αρχαία ελληνική τραγωδία είχε επηρεάσει τον συγγραφέα στη δομή του έργου του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, το οποίο – κατά τα λεγόμενά του – συνέλαβε ως αρχαία τραγωδία. Ως μια ακόμα ένδειξη της ελληνικότητάς του ο συγγραφέας είχε πει στον Ουράνη: «… Έβαλα σ’ αυτό τον Χορό που γεννήθηκε, καθώς ξέρετε, στη Σικελία με τον Στησιχόρο. Ο Χορός στο έργο μου είναι οι ηθοποιοί. Κορυφαίος του Χορού είναι ο διευθυντής του θεάτρου. Και τα έξι πρόσωπα είναι τα πρόσωπα της τραγωδίας. Αυτό δεν το είδε κανείς από τους σκηνοθέτες που το ανέβασαν στις διάφορες σκηνές του κόσμου και γι’ αυτό, στον πόθο μου να ιδώ την Ελλάδα, προστίθεται και ο πόθος μου να παρουσιάσω εγώ ο ίδιος στον τόπο της τραγωδίας το έργο μου σαν αρχαία τραγωδία… Θα ενεφάνιζα, δηλαδή, τα Έξη πρόσωπα με μάσκες, ακίνητες και που να εκφράζουν την ουσιώδη καθενός υπόσταση: η μάσκα του Πατέρα την τύψη, του Γιου την περιφρόνηση και ούτω καθ’ εξής…». Στο διήγημα Le medaglie, μέσα από μια πικρή ειρωνική κριτική που κάνει σχετικά με τη δράση των αγωνιστών του Risorgimento μετά την ένωση της Ιταλίας, αποδομεί και αναδομεί, τη σημασία της Ελληνικής Επανάστασης, υπογραμμίζοντας το συσχετισμό της με τον ιταλικό αγώνα.

Στη σημαντική συμβολή του μεγάλου ποιητή και λογίου Giuseppe Ungaretti (1888-1970) καθώς και για την ελληνική επίδραση που υπήρξε στα έργα του θα γίνει μόνο μια αναφορά στο ποίημα, εμπνευσμένο από την επταετή τυραννία της χούντας στην Ελλάδα. Το ποίημα τιτλοφορείται Grecia 1970 σε μετάφραση στην ελληνική από τον Gian Piero Testa:

ΕΛΛΑΔΑ 1970

Αθήνα, Ελλάδα, μυστικό, παραμυθιού

άκρη δεμένου μες στο τοπάζι που το κυκλώνει.

Χίμηξες τ’ αψήλου πάνω στο δικό σου το γαλάζιο

σε όρους

λιγοστούς, μετρητής για να γίνεις, μέτρησης

λευτεριά, νόμων

λευτεριά προς εαυτούς νόμους

ν’ απελευθερώνουν.

Απ’ τα πελάγη

κι ως στον ουρανό από την θάλασσα

τ’ ανθρώπινην απελευθερώνεις την κορφή,

της λευτεριάς τον νόμον, ως στον ουρανό από την θάλασσα.

Μήπως γίνατε πια, Αθήνα, Ελλάδα,

λημέρι τολμηρών; Υπερβολής η χώρα

Αθήνα μου εσύ,

Αθήνα μου ανοιχτομάτισσα,

π’όσων επιθυμούσαν τ’ανθρώπινην αξίαν

άνοιγες τα μάτια τους;

Μήπως τυφλώνεις τώρα τέρας;

Ποιός όμοιαν σε κατάντησε,

ποιά τέρατα;

Ο ελληνικής καταγωγής, όπως δήλωνε siculo-greco, νομπελίστας ποιητής (1959) Salvatore Quasimodo (1901-1968) είναι ακόμα ένας στη μακρά αλυσίδα των Ιταλών λογίων που εμπνεύσθηκαν από την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Την «ταξίδευσε» και την πέρασε μέσω των έργων του παντού, αφού αγάπησε με πάθος την Ελλάδα, όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοι και συμπατριώτες του. Μέσα στο έργο του είναι λοιπόν διάχυτοι οι αντικατοπτρισμοί της Ελλάδας, τόσο της αρχαίας όσο και της νέας. Ο θαυμασμός του όμως ξεπερνάει κατά πολύ το απλό φιλολογικό ρητορικό σχήμα και την προφανή αναγνώριση του χρέους προς τον ελληνικό πολιτισμό που τροφοδότησε τον Ευρωπαϊκό. Μέσα από τα ποιήματα του και μάλιστα μέσα από την ποιητική ενότητα Dalla Grecia που αποτελεί την ποιητική μετουσίωση της βιωματικής εμπειρίας που είχε ο ποιητής στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα (1956), διαφαίνεται και δηλώνεται με σαφήνεια η συνειδητοποίηση της ελληνικότητας του. Ενατενίζοντας τα αρχαία μνημεία με φόντο την σύγχρονη Ελλάδα νιώθει να ενώνεται η ιδιαίτερη πατρίδα του οι Συρακούσες με τον μητροπολιτικό χώρο της κυρίως Ελλάδας και να απευθύνει χαιρετισμό ως Σικελός Έλληνας. Η επίσκεψη του ποιητή σε διάσημους αρχαιολογικούς χώρους αποτέλεσε την πρώτη υλη για την δημιουργία των εξής 7 ποιημάτων: Di notte sull’Acropoli, Micene, Seguendo l’Alfeo, Delfi, Maratona, Minotauro a Cnosso, Eleusi, τα οποία εντάσσονται δομικά στην ευρύτερη ποιητική συλλογή La terra impareggiabile. Στη δεύτερη ενότητα Ancora dell’inferno ο «Ελληνο-σικελός» ποιητής καταπιάνεται με κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα και εκφράζει τις ανησυχίες του για την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, τον φόβο για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα, για την αγωνία που προκαλεί ο ψυχρός πόλεμος καθώς και την θλιβερή υποψία ότι η ποίηση δεν αρκεί για να βελτιωθεί ο κόσμος. Σ’ αυτό το σημείο ο ποιητής βρίσκει καταφύγιο στον μύθο, στην ενότητα Dalla Grecia, όπου εμβαπτίζεται στην κλασική Ελλάδα αλλά με έναν ξεχωριστό τρόπο επαναπροσδιορίζοντας τους αρχαίους μύθους και συνδέοντας τους με το παρόν μετουσιώνοντας με αριστοτεχνικό τρόπο το προσωπικό του ταξιδιωτικό βίωμα στην σύγχρονη Ελλάδα σε υψηλή ποίηση που ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού ταξιδιωτικού χρονικού ή ενός ακόμα εγκωμίου γι’ αυτά που έχει προσφέρει η χώρα μας στον πολιτισμό. Στο ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Μαραθώνια (Maratona), τόπο της σπουδαίας νίκης των Αθηναίων εναντίον των Περσών διαβάζουμε: «Ο θρήνος των μητέρων στον Μαραθώνα,/ η κραυγή των σπλάχνων του λαού/ δεν ακούστηκε από κανέναν. Η Ελλάδα/ ήταν ελεύθερη. Η Ελλάδα είναι ελεύθερη». Με αυτό τον χιασμό ο Quasimodo συνδέει την αρχαία ελευθερία και την νίκη εναντίον των αρχαίων βαρβάρων με την νίκη των Ελλήνων εναντίον των σημερινών βαρβάρων. Η Ελλάδα του Quasimodo είναι μία χώρα που έχει βγει μόλις λίγα χρόνια από τον αιματοβαμμένο Παγκόσμιο πόλεμο αποτινάζοντας τον Γερμανικό ζυγό. Και όπως και τότε η Ελλάδα ήταν ελεύθερη, έτσι και τώρα η Ελλάδα είναι ελεύθερη.

Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1962, προσκεκλημένος του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, ο Eugenio Montale (1896-1981), νομπελίστας ποιητής το 1975, βρέθηκε στην Ελλάδα. Οι μαρτυρίες αυτού του ταξιδιού είναι τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Corriere della sera» μεταξύ 18 Μαΐου και 5 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η αξία τους είναι ότι μας προσφέρουν μια αποτελεσματική εικόνα ορισμένων πτυχών της Ελλάδας στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά η αξία τους δεν τελειώνει εκεί. Με μικρές παραλλαγές και διορθώσεις, το τρίπτυχο συγκεντρώθηκε αργότερα στον τόμο Fuori di casa, που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Ricciardi το 1969 και, σε δεύτερη έκδοση, από τον Mondadori το 1975. Από το ταξίδι στην Ελλάδα το 1962 και τις αναγνώσεις του Καβάφη δεν λείπουν οι απηχήσεις στην ποίηση του ίδιου του Montale. Στην ποιητική συλλογή Satura υπάρχουν στίχοι από ένα από τα ωραιότερα ποιήματα I falchi (Τα γεράκια), που αποτελούν συχνή παρουσία στο φυσικό τοπίο της Ελλάδας:

Τα γεράκια

πάντα πολύ μακριά από το βλέμμα σου

σπάνια τα έχεις δει από κοντά.

Ένα στο Étretat που παρακολουθούσε τις αδέξιες

πτήσεις των παιδιών του.

Δύο άλλα στην Ελλάδα, στο δρόμο προς τους Δελφούς,

ένα τσαλάκωμα χνουδωτών φτερών, δύο νεαρά ράμφη

τολμηρά και αβλαβή.

Σου άρεσε η ζωή να διαλύεται σε κομμάτια,

εκείνη που σπάει από την αβάσταχτη

παραμόρφωση.

Τέλος, είναι επιβεβλημένη η αναφορά στον Pier Paolo Pasolini (1922-1975) και την Ελλάδα, τη σύγχρονη Ελλάδα, με τα δεινά και τους πρωταγωνιστές της, που αποτελεί ένα σημείο αναφοράς στην προσωπική οπτική που έχει ο Παζολίνι για τον κόσμο, όπως επίσης και αφορμή για παραλληλισμούς με την ιταλική και παγκόσμια πραγματικότητα, πάντα με ένα σκοπό: να αφυπνίσει πολιτικά και κοινωνικά τους Ιταλούς. Η Κάλλας ενσαρκώνει την πρωτόγονη ελληνικότητα που έγινε παγκόσμια, η σεξουαλική ελευθερία που διατρέχει τα ποιήματα και τη ζωή του Καβάφη γίνεται πρότυπο αυθεντικότητας, σε αντίθεση με τον υποκριτικό πουριτανισμό της Δύσης.  Ωστόσο, οι αναφορές που κυριαρχούν είναι αυτές στο δικτατορικό καθεστώς που, για τον Παζολίνι, δεν είναι ένα φαινόμενο τοπικό ή σύγχρονο. Στο ποίημα με τίτλο «Παναγούλης» (Panagoulis) ο Παζολίνι παρομοιάζει τον Παναγούλη με τον ήρωα του Ευριπίδη Μενοικέα ο οποίος θυσιάστηκε για να σώσει την πόλη της Θήβας. Σύμφωνα με τον Παζολίνι, ο Παναγούλης κάνει το ίδιο. Δεν ζητά χάρη από τους δικτάτορες για να μην τους παραχωρήσει το πλεονέκτημα της συμπάθειας στα μάτια του λαού. Ωστόσο ο Παζολίνι δεν είναι σύμφωνος μ’ αυτό:

Δεν θέλουμε να επικαλούμαστε το θάνατο του Παναγούλη.

Δεν θέλουμε ο Παναγούλης να πεθάνει, ωσάν τον Μενοικέα το παιδί

Λεν οι Θεοί πως χρειάζεται ανθρωποθυσία

Για να’ ρθουν δεξιά τα πράγματα που ωφελούν την πόλη;

Και το παιδί που υποδείχθηκε για τη θυσία τ’ αποδέχεται;

Και στη συνέχεια απευθύνεται στον Παναγούλη καλώντας τον με το όνομα του μυθικού ήρωα: 

Συ, Μενοικέα, εδώ με μας θα μείνεις. Η δίψα σου για θάνατο

Δεν πρέπει να βρει ικανοποίηση. Οι τύραννοι δεν πρέπει να το κάνουνε

Το σφάλμα αυτό, κι εμείς να επωφεληθούμε.

Με αφορμή αυτή τη συμπεριφορά του Παναγούλη, ο Παζολίνι ανοίγει την οπτική του και κάνει αναφορά στο γενικό κλίμα απογοήτευσης που κυριαρχεί στην Ευρώπη:

Οι χιλιάδες κομμουνιστές οι αληθινοί που κρεμαστήκανε στην Πράγα

Δεν έχουν πια να πούνε τίποτα: κι έτσι κανένας τίποτα δε λέει.

[…]

Η Θήβα νίκησε, κι έμεινε στην Αρχή αυτός που την κατείχε.

Είμαστ’ αλήθεια αδύναμοι.

[…]

Αν θα πεθάνεις, θα σκοτώσουμε.

[…]

Περάσανε τα χρόνια των καταυλισμών με τους νεκρούς και νηστικούς.

[…]

Η ώρα σήμαινε της βίας.

Της βίας, θα προσθέσω, της ανήσυχης, της άκαρπης και της απελπισμένης.

Όλοι μας απελπίσανε: ποιος έχει τ’ άδικο και ποιος το δίκαιο.

Όμως μ’ εκείνον είμαστε που ‘χει το δίκαιο: χωρίς ν’ αυταπατόμαστε

.Ελλάδα – Ιταλία: Δυο χώρες, «αδελφές στην παράδοση, στον πολιτισμό, στη δόξα και στις συμφορές…», οι οποίες ανεξάρτητα από πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες παραμένουν η μια για την άλλη «αδελφή γη, τις οποίες χαροποιεί το ίδιο χαμόγελο του ήλιου […] και που μοιράζονται στην ιστορία τη δόξα του πολιτισμού».

Σ αυτό το κείμενο πολλές απ τις εικόνες είναι λεπτομέρειες από έργα του Ιταλού Τζόρτζο ντε Κίρικο, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλώς Τεχνών στην Αθήνα, έζησε στο Μόναχο, στο Παρίσι, την Φεράρα, τη Ρώμη, το Μιλάνο και έγινε σπουδαίος παντού.